Ὁ δὲ μέχρι θανάτου ὑπήκοος δὲν ἠναντιώθη οὐδόλως εἰς τὸν Γέροντα, ὅστις τοῦ εἶπε νὰ τὰς δώσῃ εἰς τὸ διπλάσιον τῆς ἀξίας των, ἀλλὰ σηκώσας εἰς τὸν ὦμόν του τόσον φορτίον, ἔδραμεν εἰς τὴν Δαμασκὸν ὡς ὑπόπτερος καὶ ἀνέρχεται εἰς τὴν ἀγορὰν ἄλουστος, ρακενδύτης καὶ ἀνεπιμέλητος, ὁ πρῴην εὐγενὴς καὶ περίδοξος. Οἱ δὲ ἀγορασταὶ ἀκούοντες τὴν τιμὴν τῶν σπυρίδων καὶ βλέποντες ὅτι ἐζήτει διπλᾶ ἀπὸ ὅσα πράγματι ἤξιζον, ἐθύμωνον καὶ ἔφευγον ὑβρίζοντες τὸν πωλητήν. Μετὰ πολὺ ἔτυχεν εἷς ἀπὸ τοὺς δούλους του καὶ περιεργαζόμενος ἐπιμελῶς αὐτὸν εἰς τὸ πρόσωπον, τὸν ἐγνώρισε· καὶ κατανυγεὶς τὴν καρδίαν προσεποιήθη ὅτι δὲν τὸν ἐγνώρισε, μόνον ἐπῆρε τὰς σπυρίδας καὶ τοῦ ἔδωσε τὰ χρήματα, ὅσα τοῦ ἐζήτησε, τὰ ὁποῖα λαβὼν ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε χαίρων, νικήσας τὸν δαίμονα τῆς ὑπερηφανείας.
Μετὰ καιρὸν ἀπέθανε γείτων τις τοῦ Ἰωάννου, ὁ δὲ ἀδελφὸς τοῦ νεκροῦ ἐπικραίνετο και παρεκάλει τὸν Ἅγιον νὰ συνθέσῃ κανένα τροπάριον κατανυκτικὸν διὰ νὰ παρηγορηθῇ εἰς τὴν λύπην του. Ὁ δὲ Ἅγιος ηὐλαβεῖτο τὸν Γέροντά του καὶ δὲν ἤθελε νὰ παραβῇ τὴν ἐντολήν του. Ἐπειδὴ ὅμως πολὺ τὸν ἐστενοχώρησεν ἐκεῖνος καὶ εἰς τὸν Θεὸν τὸν ὥρκισε, συγκατέβη καὶ συνέθεσε τροπάριον νεκρώσιμον, πολὺ ὡραῖον καὶ ἐναρμόνιον, τὸ ὁποῖον ἕως τὴν σήμερον ψάλλεται, ἤτοι τό, «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα». Ἦτο δὲ τότε μόνος ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἔψαλλε τὸ τροπάριον μὲ μελῳδίαν θαυμάσιον. Ἔτυχεν ὅμως τότε νὰ ἔρχεται ὁ Γέρων, ὅστις ἀκούσας τὴν μελῳδικὴν ἐκείνην φωνήν, ἐθυμώθη καὶ τοῦ λέγει· «Ἀντὶ νὰ κλαίῃς, χάσκεις καὶ χαίρεσαι, παρήκοε;». Ὁ δὲ Ἅγιος ἐδικαιολογεῖτο, λέγων τὴν αἰτίαν. Ὁ Γέρων ὅμως οὐδόλως εἰρήνευσεν, ἀλλὰ τὸν ἐδίωξεν ἀπὸ τὸ κελλίον του ὡς παρήκοον. Ὁ δὲ θαυμάσιος Ἰωάννης, ἐνθυμούμενος τὴν παράβασιν τῶν Προπατόρων, διὰ τὴν ὁποίαν δικαίως ἐξώσθησαν τοῦ Παραδείσου, ἔκλαιε πικρῶς, ὀδυρόμενος περισσότερον ἀπ’ ἐκεῖνον, τοῦ ὁποίου ὁ ἀδελφὸς ἀπέθανε καὶ ἔβαλε μεσίτας τοὺς Γέροντας ὅλους καὶ αὐτὸν τὸν Ἠγούμενον νὰ παρακακέσουν τὸν Γέροντά του νὰ τοῦ δώσῃ συγχώρησιν. Ἀλλ’ ὁ Γέρων, ὡς αὐστηρός, δὲν ἔκλινε ποσῶς πρὸς συμπάθειαν.
Οἱ μὲν λοιπὸν παρεκάλουν αὐτὸν νὰ τοῦ δώσῃ ἄλλον κανόνα καὶ νὰ μὴ τὸν διώξῃ τελείως. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἐὰν δεχθῇ νὰ καθαρίσῃ ὅλους τοὺς ρύπους καὶ τὰς ἀκαθαρσίας τῆς Λαύρας ἀπὸ τὰς ἀναπαύσεις μὲ τὰς χεῖράς του, θὰ τὸν συγχωρήσω, ἄλλως δὲν τὸν δέχομαι οὐδόλως». Ταῦτα ἐκεῖνοι ἀκούσαντες ἔφριξαν, καὶ ἐντρέποντο νὰ τοῦ τὰ εἴπουν, πλὴν μετὰ βίας καὶ αἰσχύνης τὸ ὡμολόγησαν.