Ἔτυχον δὲ καὶ οἱ δύο νέοι τοιαύτης δεξιᾶς φύσεως, ὥστε καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Κοσμᾶς ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν, μὲ τὴν ὀξύτητα τοῦ νοὸς ποὺ τοὺς διέκρινε καὶ μὲ τοὺς πολλοὺς κόπους τοὺς ὁποίους κατέβαλε, τόσον ἐσπούδασαν καὶ ἔμαθον, ὥστε ἔγιναν τέλειοι εἰς ὅλας ἐν γένει τὰς ἐπιστήμας, διὰ νὰ μὴ τὰς ὀνομάζω μίαν πρὸς μίαν χωριστά, καθὼς τοῦτο ἀπὸ τα ποιήματα καὶ τὰ συγγράμματά των φαίνεται. Ἐξόχως δὲ ὁ χαριτώνυμος Ἰωάννης, ὁ εἰς ἕπαινον προκείμενος (διότι διὰ τὸν μακάριον Κοσμᾶν εἴπομεν εἰς ἄλλην ἡμέραν ὅτε ἦτο ἡ μνήμη του), ἔγραψε τόσους λόγους περὶ τῆς Ὀρθοδόξου καὶ ἀληθοῦς ἡμῶν Πίστεως καὶ κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἔτι δὲ καὶ πανηγυρικοὺς τοιούτους, ὡς καὶ ἄλλα ψυχωφελῆ διδάγματα πάνσοφα, ὥστε θαυμάζει πᾶς τις διὰ τὴν σοφίαν του. Παρ’ ὅλην δὲ τὴν σοφίαν του ποσῶς δὲν ἐπήρετο, ἀλλὰ καθὼς τὰ εὐγενέστερα καὶ εὐκαρπότερα δένδρα, ὅσον εἶναι φορτωμένα ἀπὸ καρπούς, ἐπὶ τοσοῦτον κλίνουσι πρὸς τὴν γῆν καὶ οὐδόλως ἐπαίρονται, οὕτω καὶ ὁ πάνσοφος οὗτος Ἰωάννης, ὅσον εἶχε σοφίαν περισσοτέραν, τοσοῦτον μᾶλλον ἐταπεινοῦτο καὶ ὕψωνε τὸν νοῦν του πρὸς μυστικωτέραν ἀνάβασιν.
Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ὁ διδάσκαλος ἐγνώρισε τοὺς μαθητὰς ὅτι ἔφθασαν εἰς τὸ ἄκρον τῆς σοφίας, προσῆλθε πρὸς τὸν πατέρα των λέγων· «Ἰδού, κύριε, καθὼς εἶχες πόθον, ἔγιναν οἱ υἱοί σου εἰς τὴν σοφίαν θαυμάσιοι. Καὶ δὲν ἠρκέσθησαν νὰ γίνουν μόνον ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτῶν, ἀλλὰ διὰ τὸ τῆς φύσεως αὐτῶν ὀξὺ καὶ διὰ τὸν πολύν των πόθον καὶ τοὺς κόπους, τοὺς ὁποίους κατέβαλον (ἴσως δὲ νὰ ἦτο καὶ Θεοῦ φώτισις, αὐτὴ ἡ ὁποία ηὔξησε τὸ χάρισμα τῆς σοφίας των), κατέστησαν ὑψιπετέστεροι ἀπὸ ἐμὲ εἰς τὸ ὕψος τῆς φιλοσοφίας. Λοιπὸν ἐπειδὴ οὐδὲν πλέον χρειάζονται ἀπὸ ἐμέ, ζητῶ ἀπὸ τὴν εὐγένειάν σου τὴν χάριν, πρὸς ἀντιμισθίαν τοῦ κόπου μου, νὰ μοῦ δώσῃς συγχώρησιν νὰ ὑπάγω εἰς κανένα Ἀσκητήριον πρὸς μελέτην τῆς ἄνω σοφίας, πρὸς τὴν ὁποίαν ἡ φιλοσοφία μὲ καθωδήγησεν». Ὁ δὲ πατήρ, ἀκούσας ταῦτα, ἐπόνεσεν ἡ ψυχή του, διότι δὲν ἤθελε νὰ ἀποχωρισθῇ τοιοῦτον ἄνθρωπον χρήσιμον· ἀλλὰ πάλιν, διὰ νὰ μὴ φανῇ πρὸς τὸν εὐεργέτην ἀχάριστος, ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὴν ἄδειαν καὶ ἀργύρια ἱκανὰ δι’ ἔξοδον τῆς ὁδοιπορίας του. Λαβόντες δὲ ἀμοιβαίως συγχώρησιν, ἀνεχώρησεν ὁ Κοσμᾶς καὶ ἀπελθὼν εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγίου Σάββα, διῆλθε τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του μὲ πολιτείαν θαυμάσιον. Ὅθεν μετὰ τὸ τέλος αὐτοῦ ἀπῆλθε πρὸς τὴν ἐκεῖθεν μακαριότητα. Ὁμοίως καὶ ὁ πατὴρ τοῦ Ἰωάννου εἰς ὀλίγον καιρὸν ἐκοιμήθη χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος διὰ τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν πόθων του.