Ὁ δὲ Γέρων ἐκεῖνος πρῶτον μὲν δὲν ἐδέχετο, λέγων ὅτι δὲν ἦτο ἄξιος νὰ προστάσσῃ τοιοῦτον ἄνθρωπον· ὕστερον ὅμως διὰ νὰ μὴ παρακούσῃ εἰς τὸν Ἡγούμενον, τὸν ἐπῆρε καὶ ἐλθόντες εἰς τὸ κελλίον του, τὸν ἐνουθέτησεν ὡς ἀρχάριον, λέγων· «Πρόσεχε· ἀκριβῶς, νὰ μὴ κάμῃς τίποτε χωρὶς τὸ θέλημά μου· ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ θεμέλιον τῆς μοναδικῆς πολιτείας, νὰ κόψῃς εἰς ὅλα τὸ θέλημά σου καὶ πρόσφερε εἰς τὸν Θεὸν τοὺς ἱδρῶτάς σου, μὲ προσευχὰς καὶ δάκρυα, τὰ ὁποῖα λέγονται θυσία καθαρά, καὶ καθαίρουσι τὰ ἁμαρτήματα τοῦ προτέρου βίου. Τοῦτο λοιπὸν ἂς εἶναι ἡ πρώτη σου ἐργασία εἰς τὰ σωματικά, δηλαδὴ τὸ ψυχοσωτήριον πένθος, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Κύριος χαίρεται περισσότερον ἀπὸ ὅλας τὰς θυσίας καὶ τὰ θυμιάματα. Εἰς δὲ τὰ τῆς ψυχῆς, πρόσεχε νὰ μὴ ἀφήσῃς τὸν νοῦν σου νὰ ἐνθυμῆται ἀνωφελῆ πράγματα, κοσμικὰς φαντασίας καὶ ἄλλα ἀπρεπῆ διανοήματα, ἐξόχως δὲ νὰ μὴ ὑπεραίρησαι εἰς τὴν μάθησιν καὶ τὴν σοφίαν σου, διότι αὐτὴ δὲν σὲ ὠφελεῖ ποσῶς, ἐὰν δὲν ἀποκτήσῃς ταπείνωσιν, διότι ἡ ταπείνωσις ταπεινοῖ τοὺς δαίμονας, τοὺς δὲ ἀνθρώπους ὑψώνει τόσον, ὥστε τοὺς κάμνει οὐρανίους κατ’ ἀλήθειαν».
Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ λέγων πρὸς τὸν υἱὸν καὶ μαθητὴν ὁ πατὴρ καὶ διδάσκαλος, τὸν προσέταξε μεταξὺ τῶν ἄλλων νὰ μὴ στείλῃ ἐπιστολὴν εἰς κανένα οὔτε νὰ ψάλῃ τροπάριον ἢ νὰ λέγῃ λόγους φιλοσοφίας, ἀλλὰ νὰ σιωπᾷ καὶ νὰ μὴ ὁμιλήσῃ λόγον τελείως, χωρὶς νὰ εἶναι ἀνάγκη μεγάλη, καθὼς οἱ νόμοι τῆς μοναδικῆς πολιτείας ὁρίζουσιν. Αὐτὰ ὅλα καὶ ἕτερα περισσότεοα ἐφύλαττεν ὁ τέλειος τὴν πρᾶξιν, εἰς δὲ τὴν τάξιν ἀρχάριος. Ἐπειδὴ ὡς γῆ ἀγαθὴ ἐδέχθη τὸν σπόρον εἰς τὴν καρδίαν του καὶ ὑπετάσσετο ἀγογγύστως εἰς ὅλα τὰ προστάγματα τοῦ Γέροντος, χωρὶς οὐδόλως νὰ ἀμφιβάλλῃ ἢ νὰ κατακρίνῃ ἢ νὰ διακρίνῃ τὸ προστασσόμενον, διότι ὀλίγον μισθὸν ἔχει ὅστις κάμνει ὑπακοὴν γογγύζων ἢ ἀμφιβάλλων κατὰ διάνοιαν. Θέλων δὲ ὁ Γέρων μετὰ καιρὸν νὰ τὸν δοκιμάσῃ, ἐὰν εἶχε τελείαν ταπείνωσιν, τοῦ ἔδωκε σπυρίδας (δηλαδὴ ζεμπίλια), αἱ ὁποῖαι ἦσαν πλεγμέναι μὲ φοινικόφυλλα, εἰπὼν πρὸς αὐτόν· «Λάβε, τέκνον, αὐτὸ τὸ ἐργόχειρον καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Δαμασκόν. Ἐκεῖ πώλησον τόσον ἑκάστην τὸ ὀλιγώτερον, (ὁρίσας διπλασίαν τῆς ἀξίας των τιμήν), διότι ἐκεῖ, ὡς ἤκουσα, τὰς πωλοῦν ἀκριβώτερα, παρὰ εἰς τὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης, διότι, ὅπως γνωρίζεις, τὸ Μοναστήριον ἔχει μεγάλην ἀνάγκην χρημάτων. Πρόσεχε δὲ νὰ μὴ τὰς δώσῃς ποσῶς ὀλιγώτερον».