Γνώριζε δὲ ὅτι κατὰ τὴν ἐποχὴν ταύτην ἡ πόλις τῆς Δαμασκοῦ εἶναι κατὰ πολλὰ ἠμελημένη ὑπὸ τῶν Ἀγαρηνῶν, διότι τὸ στρατιωτικὸν αὐτῶν ἐξησθένησε πολὺ καὶ ὠλιγόστευσε. Λοιπὸν στεῖλε στόλον καὶ στρατὸν πολύν, ὅσον δύνασαι, νὰ τὴν καταλάβῃς χωρὶς κανένα πόλεμον, θὰ σὲ βοηθήσω δὲ εἰς τοῦτο καὶ ἐγώ, ἐπειδὴ ὅλη ἡ πόλις εἶναι σχεδὸν εἰς τὴν ἐξουσίαν μου». Ἀφοῦ ἔγινεν ἡ ἐπιστολὴ αὐτή, ἔγραψε καὶ ἄλλην διὰ τῆς ἰδίας του χειρὸς ὁ θηριώνυμος Λέων πρὸς τὸν ἄρχοντα τῆς Δαμασκοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν ἔλεγε ταῦτα· «Δὲν γνωρίζω μακαριώτερον τῆς ἀγάπης, ὅτι τὸ νὰ φυλάττῃ ἕκαστος τὰς συνθήκας εἰρηνικὰς εἶναι ἐπαινετὸν καὶ φιλόθεον. Διὰ τοῦτο, δὲν θέλω νὰ χαλάσω τὴν φιλίαν, τὴν ὁποίαν ἔχω μὲ τὴν εὐγένειάν σου, ἂν καὶ κάποιος ἔμπιστος φίλος σου μὲ παρακινεῖ καὶ μὲ προσκαλεῖ εἰς τοῦτο. Πολλάκις μάλιστα μοῦ ἔστειλεν ἐπιστολάς, νὰ ἔλθω νὰ κυριεύσω τὴν χώραν σου. Διὰ νὰ βεβαιωθῇς δὲ ὅτι λέγω τὴν ἀλήθειαν, σοῦ στέλλω μίαν ἀπὸ τὰς ἐπιστολάς του, ὥστε νὰ γνωρίσῃς ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν ἰδικήν μου ἀληθῆ φιλίαν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸ δολερὸν καὶ κακότροπον ἐκείνου, ὅστις μοῦ ἔγραψεν.
Αὐτὰς τὰς δύο δολίας ἐπιστολὰς ἔστειλεν ὁ λεοντώνυμος καὶ ὀφιογνώμων βασιλεὺς μὲ δοῦλον του πρὸς τὸν βάρβαρον, ὁ ὁποῖος ἰδὼν αὐτὰς ἐπλήσθη θυμοῦ καὶ προσκαλέσας τὸν Ἅγιον τοῦ τὰς ἔδειξεν. Ὁ Ἅγιος ἠννόησεν ἀμέσως τὸν δόλον τοῦ Λέοντος καὶ ἐξήγησεν εἰς τὸν ἄρχοντα, ὅτι οὔτε κἂν ἔβαλε ποτὲ εἰς τὸν νοῦν του τοιαύτην προδοτικὴν πρᾶξιν· ἐζήτησε δὲ προθεσμίαν νὰ ἀποδείξῃ τὴ ἄδικον κατ᾽ αὐτοῦ μανίαν τοῦ δυσσεβοῦς καὶ δολεροῦ Λέοντος. Ὁ βάρβαρος ὅμως δὲν τὸν ἐπίστευσεν, οὔτε τοῦ ἔδωκε προθεσμίαν, ὑπὸ τοῦ θυμοῦ νικώμενος. Ὅθεν προστάσσει νὰ κόψουν τὴν ἀνεύθυνον χεῖρα ὡς ὑπεύθυνον. Ἐκόπη λοιπὸν ἡ δεξιὰ ἐκείνη, ἡ τοὺς μισοῦντας τὸν Κύριον ἐλέγχουσα καὶ ἐβάφη μὲ τὸ ἴδιον αὐτῆς αἷμα ἀντὶ διὰ μελάνης, μὲ τὴν ὁποίαν ἐβάφετο πρότερον, ἐκρέμασαν δὲ τὴν ἱερὰν αὐτὴν χεῖρα εἰς τὴν ἀγοράν, διὰ νὰ τὴν βλέπωσιν ἅπαντες. Ἀφοῦ δὲ παρῆλθεν ἡ ἡμέρα, τὸ ἑσπέρας ἔστειλε μεσίτας ὁ Ἰωάννης πρὸς τὸν βάρβαρον, παρακαλῶν αὐτὸν νὰ τοῦ χαρίσῃ τὴν κομμένην χεῖρα του διὰ νὰ τὴν ἐνταφιάσῃ, νὰ ἐλαφρύνουν οἱ πόνοι του· ὁ δὲ συγκατένευσε καὶ τοῦ ἐδόθη ἡ χείρ. Λαβὼν λοιπὸν αὐτὴν ὁ Ἅγιος καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸν Ναόν, τὸν ὁποῖον εἶχεν εἰς τὴν οἰκίαν του, ἔπεσε πρηνὴς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας Εἰκόνος τῆς Θεομήτορος καὶ ἀποθέσας τὴν κεκομμένην δεξιὰν εἰς τὸν τόπον της, προσηύχετο μετὰ δακρύων καὶ πίστεως, ἐκ βάθους καρδίας στενάζων καὶ λέγων πρὸς τὸν Θεοτόκον: