Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΑΓΓΕΛΗ τοῦ ἐν Χίῳ ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωιγ’ (1813).

Πολλὰ καὶ διάφορα τοῦ εἶπον διὰ νὰ τοῦ ἀποβάλουν τὸν λογισμὸν τοῦ Μαρτυρίου, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθησαν. Ὅθεν οἱ δύο φίλοι του ἐκεῖνοι καὶ τότε πάλιν μελαγχολίαν ἐνόμιζον τὴν ἡσυχίαν καὶ σιωπὴν ἐκείνην καὶ παραίτησιν τῆς ζωῆς του καὶ τὴν πρὸς τὸ Μαρτύριον ὁρμήν του καὶ ὕστερον, ὅτε μᾶς ἔγραψαν τὰ ἀνωτέρω, μελαγχολίαν ὀνομάζουσι τὴν κατάστασιν ἐκείνην τοῦ Μάρτυρος, ἐγὼ ὅμως ἀπέχω ἀπὸ τούτου καὶ δὲν ἀποφασίζω νὰ ὀνομάσω μελαγχολίαν τὴν προτέραν ἐκείνην κατάστασιν αὐτοῦ.

Τὶ δὲ νὰ εἴπω διὰ τὸ ἀπευκταῖον καὶ ἀνέλπιστον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἔπραξεν ὕστερον, ἀπορῶ καὶ εἰς βάθος ἀμηχανίας ἐμπίπτω καὶ ποίαν κρίσιν νὰ κάμω δὲν γνωρίζω. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁ τόσον ζηλωτὴς τῆς Πίστεως, ὁ κατὰ μόνας καὶ καθ’ ἡσυχίαν μελετῶν τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ θάνατον καὶ τὰ μαρτυρικὰ στίγματα φανταζόμενος νύκτα καὶ ἡμέραν ἐπάνω εἰς τὸ σῶμά του, ὁ τοιοῦτος, λέγω, ζηλωτής, στρέφων τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς τοῦ Μαρτυρίου μόνος του μέσα εἰς τὸν νοῦν του καὶ ἔχων ὑπερηφάνους, ὡς νομίζω, λογισμούς, ὅτι τάχα ἐνίκησε τὸν ἄπιστον μὲ τὴν πρὸς Χριστὸν ἀδίστακτον πίστιν του, ἐγκατελείφθη ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸν μισοῦντα τοὺς ὑψηλόφρονας, καὶ οὕτως εὑρὼν τόπον καὶ ἐπιτήδειον καιρὸν ὁ ἀπ’ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος διάβολος, τὸν ἐπλάνησεν (ἐγελάσθην, ἔλεγεν ἐξομολογούμενος) τὸν ἐπλάνησε, λέγω, νὰ τουρκεύσῃ, διὰ νὰ λάβῃ τάχα ἀφορμὴν νὰ μαρτυρήσῃ. Ὅθεν, φεῦ τοῦ ἀνελπίστου κακοῦ! κατὰ τὸ ἔτος 1813 τὸ Σάββατον τοῦ δικαίου Λαζάρου, ἐξυρίσθη, ἔπειτα ἔβγαλε τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, τὸ ὁποῖον ἐφόρει, ἔβαλε φέσι καὶ μανδήλιον εἰς τὴν κεφαλήν του καὶ χωρὶς καμμίαν βίαν ἢ παρακίνησιν ἐπῆγε καὶ ἐζήτει νὰ τουρκεύσῃ. Ἐκεῖ πάλιν, καίτοι δὲν τὸν ἐδέχθησαν παντελῶς νὰ τὸν κάμουν προσήλυτον εἰς τὴν πίστιν των, ἀλλὰ τὸν ὕβριζον καὶ τὸν ἐδίωκον, παρ’ ὅλα ταῦτα, ὅ,τι καὶ ἄν τοῦ ἔκαμνον, αὐτὸς δὲν ἔφευγεν ἐκεῖθεν, ἕως οὗ τοὺς ἔκαμε καὶ τὸν ἐδέχθησαν καὶ ἐξώμοσε, φεῦ! τὴν Ἁγίαν Πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὅμως καὶ μετὰ τὴν ἄρνησιν δὲν ἤλλαξε τὸν ἀπ’ ἀρχῆς σκοπόν του, ἀλλ’ ἔκαμνεν ἄτακτα κινήματα, διὰ νὰ δώσῃ ἀφορμὴν νὰ τὸν σύρουν εἰς κρίσιν, νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι εἶναι Χριστιανός. Ὅθεν καὶ μελαγχολικὸν καὶ ὑποχονδριακὸν τὸν ἐνόμιζον· διότι μίαν ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὸ καπηλεῖον ἑνὸς ἀπὸ τοὺς προρρηθέντας φίλους του καὶ ἐζήτησε νὰ τοῦ δώσῃ κρασί. Ἀφ’ οὗ ἔπιε, τὸν ἐρωτᾷ ὁ φίλος του· «Διατί βαστάζεις πιστόλαν;». Αὐτὸς ἀπεκρίθη· «Τὴν βαστάζω διὰ νὰ σὲ σκοτώσω»· καὶ εὐθὺς μὲ τὸν λόγον ἐτράβηξε τὴν πιστόλαν ἐπάνω εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ βλάβην μὲν οὐδεμίαν δὲν τοῦ ἐπέφερεν, ἔκαψεν ὅμως μέρος ἀπὸ τὸ ἔνδυμά του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Κουσάντασι εἶναι ἡ τουρκικὴ ὀνομασία τῆς ἀρχαίας Ἐφέσου τῆς ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ. Περὶ τῆς Ἐφέσου, βλέπε ὑποσημείωσιν ἐν τόμῳ ΙΑʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», εἰς τὸν βίον τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Λαζάρου τοῦ ἐν τῷ Γαλλησίῷ ὄρει ἀσκήσαντος, τῇ ζʹ (7ῃ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου.