Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΑΓΓΕΛΗ τοῦ ἐν Χίῳ ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωιγ’ (1813).

Ὅθεν παρρησιάσθη καὶ διὰ δευτέραν φορὰν εἰς τὸν πρόξενον καὶ ἐζήτει παρ’ αὐτοῦ, ὅπως ἐξαναγκάσῃ τὸν φυγάδα νὰ πραγματοποιήσουν τὴν συμπεφωνημένην μονομαχίαν· ἐκείνου δὲ παραιτουμένου, ἐκηρύχθη παρὰ πάντων νικητὴς ὁ Ἀγγελῆς, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ἡ θεία Πίστις ἡμῶν καὶ νενικημένος ὁ ἄθεος Γάλλος. Ὅθεν καὶ μὲ κρίσιν τοῦ προξένου ἐπλήρωσε καὶ τὰ ἔξοδα τῆς καγκελλαρίας, διὰ τὸ γράμμα, τὸ ὁποῖον ἔκαμον.

Ἐὰν ὅμως ἦτο μέχρι λόγων ἡ φιλονικία των καὶ μόνοι οἱ δύο συνεκρούοντο, ἤθελε δὲ ὑποχωρήσει ὁ Γάλλος, ἠδύνατο κανεὶς νὰ εἴπῃ, ὅτι δὲν κατεδέχθη νὰ πιασθῇ μὲ ἕνα ταπεινὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ βάλῃ εἰς κίνδυνον τὴν ζωήν του χωρὶς ἀνάγκην· ἀλλ’ ἐφόσον δὲν ἦτο ἁπλῆ μόνον λογομαχία μεταξύ των, ἀλλὰ καὶ παράστασις εἰς τὸν πρόξενον καὶ κρίσις καὶ ἀπόφασις ἔγγραφος, ἔπειτα δὲ παραίτησις τόσον ἄτιμος καὶ ἐπονείδιστος, ποῦ ἔχει τόπον πλέον αὐτὴ ἡ πρόφασις, ὅτι καταφρονῶν δῆθεν αὐτὸν παρῄτησε; Θεόθεν λοιπὸν ἦτο ὁ φόβος καὶ ἀπὸ τὸν φόβον ἐκεῖνον καὶ ὁ ἄθεος κατῃσχύνθη καὶ ὁ Ἀγγελῆς δὲν ἔγινεν ἀνθρωποκτόνος. «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν;». Κατὰ τὸν ἐπιστήθιον μαθητήν, «αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη, ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ Πίστις ἡμῶν» (Α’ Ἰωάν. ε’ 4). «Πῶς διώξεται εἷς χιλίους καὶ δύο μετακινήσουσι μυριάδας, εἰ μὴ ὁ Θεὸς ἀπέδοτο αὐτοὺς καὶ ὁ Κύριος παρέδωκεν αὐτού;» (Δευτ. λβ’ 30). Πῶς ὁ καλὰ ἀρματωμένος, ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε ταράξει τὴν καρδίαν καὶ τὰς φρένας αὐτοῦ καὶ ἐὰν δὲν ἐπέπιπτεν ἐκ αὐτὸν φόβος καὶ τρόμος, ἀπὸ τὸ μέγεθος τοῦ θείου βραχίονος (Ἐξ. ιε’ 16) ἤθελε φοβηθῆ τόσον ὑπέρμετρα τὸν ὅλως ἄοπλον;

Τί τὰ μετὰ ταῦτα; Ἔκτοτε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς (λέγουσιν οἱ φίλοι καὶ γνωστοί του) παρῄτησεν ὁ Ἀγγελῆς τὴν ἰατρικὴν καὶ κάθε συναναστροφὴν ἀνθρώπων καὶ κάθε τι ἄλλο καὶ ἐκάθητο ἐν ἀπομονώσει καὶ ἡσυχίᾳ εἰς τὴν οἰκίαν του, μέσα εἰς τὸ Πασᾶ Χάνι, χωρὶς νὰ θέλῃ νὰ ἐξέλθῃ πλέον ἔξω. Μόνον δύο φίλοι του τὸν ἔβλεπον, οἱ ὁποῖοι καὶ τοῦ ἔφερον τὰ πρὸς ζωοτροφίαν, νομίζοντες δὲ μελαγχολίαν καὶ ὑποχονδρίαν τὴν ἀπομεμονωμένην καὶ ἡσυχαστικὴν ἐκείνην ζωήν του, ἐδοκίμαζον μὲ διαφόρους τρόπους νὰ διασκεδάσουν τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ ἀποβάλουν τὴν φαινομένην ὑποχονδρίαν του. Ὁ δὲ Ἀγγελῆς ἔλεγε πρὸς αὐτούς· «Μὴ κοπιάζετε ματαίως νὰ ἀλλάξητε τὸν λογισμόν μου, ἐπειδὴ ἔλαβον σταθερὰν ἀπόφασιν νὰ μαρτυρήσω ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ μου καὶ νὰ χύσω τὸ αἷμά μου ὑπὲρ τῆς Ἁγίας μου Πίστεως, διὰ νὰ δείξω τὴν θείαν αὐτῆς δύναμιν».


Ὑποσημειώσεις

[1] Κουσάντασι εἶναι ἡ τουρκικὴ ὀνομασία τῆς ἀρχαίας Ἐφέσου τῆς ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ. Περὶ τῆς Ἐφέσου, βλέπε ὑποσημείωσιν ἐν τόμῳ ΙΑʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», εἰς τὸν βίον τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Λαζάρου τοῦ ἐν τῷ Γαλλησίῷ ὄρει ἀσκήσαντος, τῇ ζʹ (7ῃ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου.