Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΑΓΓΕΛΗ τοῦ ἐν Χίῳ ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωιγ’ (1813).

τόσον μόνον ἐμάθομεν, ὅτι εἰς τὸ Κουσάντασι [1] εὑρίσκετο καὶ διέτριβε καὶ ἐμπειρικὸς ἰατρὸς ἐγνωρίζετο· ἄνθρωπος εὐλαβής, ἥσυχος, φιλακόλουθος, ἐλεήμων, εὐσεβὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς εὐσεβείας θερμότατος (καθὼς ἐβεβαιώθημεν ἀπὸ ἀξιοπίστους ἀνθρώπους, οἵτινες εἶχον γνωριμίαν καὶ συναναστροφὴν μαζί του). Ἀλλὰ τὶ ἠκολούθησεν εἰς τὸν καλὸν Ἀγγελῆν ἀπὸ αὐτὸν τὸν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ὑπέρμετρον ζῆλόν του; Τοῦτο εἶναι ἄξιον διηγήσεως καὶ δὲν πρέπει νὰ σιωπηθῇ.

Ἔτυχεν εἰς μίαν του συναναστροφὴν εἷς Γάλλος ἄθεος, ὅστις ἀκούων τὸν ἔνθεον καὶ θεοσεβῆ Ἀγγελῆν νὰ λέγῃ πρὸς τοὺς παρόντας λόγους ὑπὲρ τῆς ἡμετέρας εὐσεβείας καὶ τῆς ἁγίας μας Πίστεως, τὸν ἐχλεύαζε καὶ τὸν περιεγέλα ὁ μιαρός, ὡς ἀσεβὴς καὶ ἄθεος ὅπου ἦτο. Ὁ δὲ θεῖος Ἀγγελῆς δὲν ἐσιώπησε, καθὼς πολλοὶ διὰ ἀνθρωπαρέσκειαν ποιοῦσιν, ἀλλ’ ἀντέλεγε καὶ ὅπως ἠδύνατο τὴν μὲν ἁγίαν μας Πίστιν ὑπεστήριζε, τὸν δὲ ἀλιτήριον Γάλλον ἀπεδείκνυεν ἀσεβῆ καὶ ἄθεον καὶ ἐκ τούτου ἔγινεν ἱκανὴ φιλονικία καὶ τέλος πάντων λέγει ὁ Ἀγγελῆς πρὸς τὸν ἄθεον ἐκεῖνον· «Ὄχι μόνον μὲ λόγια γυμνὰ δύναμαι νὰ ἀποδείξω τὴν ἁγιότητα τῆς Πίστεώς μου, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα ἐμπράκτως. Λοιπὸν ἄφες τοὺς λόγους καὶ τὰς φλυαρίας καὶ ἄς φιλονικήσωμεν μὲ τὰ ἔργα· φόρεσον σὺ ὅλα τὰ ἄρματά σου καὶ ὅπως θέλεις ἀρματώσου καὶ ἐγὼ χωρὶς ἄρματα, χωρὶς μάχαιραν, χωρὶς πιστόλαν, χωρὶς τυφέκιον, γυμνὸς ἀπὸ ὅλα αὐτά, καθὼς μὲ βλέπεις, μόνον μὲ ἕν ξύλον εἰς τὴν χεῖρα νὰ μονομαχήσωμεν ἀμφότεροι, καὶ θὰ σὲ νικήσω μὲ τὴν δύναμιν τῆς Πίστεώς μου».

Αὐτὰ ἠρέθισαν τὸν Γάλλον καὶ τὸν ἐκίνησαν εἰς θυμὸν καὶ μὴ ὑποφέρων νὰ βλέπῃ ἕνα εὐτελέστατον Ἕλληνα νὰ ἔχῃ τόσην πεποίθησιν καὶ θάρρος εἰς τὴν δύναμιν τῆς Πίστεώς του, ἐδέχθη τὸν ἀγῶνα νὰ μονομαχήσουν, θαρρῶν εἰς τὰ ἄρματά του, ὅτι θέλει τὸν φονεύσει, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διὰ νὰ κάμῃ ἐκδίκησιν εἰς τὸν ἐχθρόν του, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διὰ νὰ δείξῃ ὁ ἄπιστος ψευδῆ τὴν δύναμιν τῆς ἁγίας ἡμῶν Πίστεως, εἰς τὴν ὁποίαν κατεκαυχᾶτο ὁ Ἀγγελῆς καὶ εἶχε πρὸς αὐτὴν ὅλον τὸ θάρρος του· καὶ ὁ μὲν Πέτρος, ἡ πέτρα τῆς Πίστεως, ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, ὀλίγον περιπατήσας ἐπάνω εἰς τὰ κύματα τῆς θαλάσσης, ὠλιγοπίστησε καὶ διὰ τοῦτο ἤρχισε νὰ βυθίζηται εἰς τὰ ὕδατα, ὁ δὲ Ἀγγελῆς τόσον στερεὰν Πίστιν καὶ τόσον θάρρος εἶχεν, ὅτι θέλει θαυματουργήσει ὁ Θεὸς καὶ θέλει δείξει τὴν δύναμιν τῆς Πίστεώς του, ὥστε δὲν ἠθέλησε νὰ γίνῃ ἡ μονομαχία αὐτὴ κρυφίως, ἀλλὰ παρρησίᾳ καὶ φανερά.


Ὑποσημειώσεις

[1] Κουσάντασι εἶναι ἡ τουρκικὴ ὀνομασία τῆς ἀρχαίας Ἐφέσου τῆς ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ. Περὶ τῆς Ἐφέσου, βλέπε ὑποσημείωσιν ἐν τόμῳ ΙΑʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», εἰς τὸν βίον τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Λαζάρου τοῦ ἐν τῷ Γαλλησίῷ ὄρει ἀσκήσαντος, τῇ ζʹ (7ῃ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου.