Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο· «Πρῶτον διεμοίρασα ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου εἰς τοὺς πτωχοὺς Χριστιανούς, ἔπειτα ἦλθα νὰ προσφέρω ὁλοψύχως εἰς τὸν Χριστὸν τὸ σῶμά μου, ἵνα θυσιασθῇ διὰ τὴν ἀγάπην του, ἐπειδὴ ἄλλο τι δὲν ἐξουσιάζω νὰ ἀφιερώσω εἰς τὸν Ποιητὴν καὶ Σωτῆρα μου». Ὁ δὲ βασιλεύς, γνωρίσας τὸ στερρὸν τῆς γνώμης της, δὲν ἠθέλησε νὰ τὴν βασανίσῃ αὐτός, διὰ νὰ μὴ τὸν νικήσῃ καὶ τὸν καταισχύνῃ. Ὅθεν τὴν παρέδωκεν εἰς τὸν ἔπαρχον, ὅστις λέγει πρὸς αὐτὴν μὲ ἤπιον τρόπον· «Διατί δὲν προσκυνεῖς τοὺς θεούς, τοὺς ὁποίους ὁ πατήρ σου ἐσέβετο;». Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο· «Αὐτοὺς μὲν ἐλύτρωσα ἀπὸ τὰς ἀράχνας, τὰς μυίας καὶ τὰ ὄρνεα, τὰ ὁποῖα τοὺς ἐρρύπαιναν, παραδώσασα τούτους εἰς τὸ πῦρ· τὰς δὲ γαστέρας τῶν πτωχῶν ἐνέπλησα διὰ βρωμάτων, χρησιμοποιήσασα τὰ ἄχρηστα». Ὁ δὲ ἔπαρχος εἶπε μετὰ θυμοῦ· «Μὰ τοὺς θεούς, ἐγὼ νὰ παιδεύσω μεγάλως ταύτην τὴν ἱερόσυλον». Λέγει ἡ Μάρτυς· «Θαυμάζω τὴν γνῶσίν σου, ὦ δικαστά, ὅτι τὴν καλὴν πρᾶξιν καλεῖς ἱεροσυλίαν. Ἐὰν ἐκεῖνα τὰ ἄψυχα εἶχον αἴσθησιν ἢ δύναμίν τινα, διατί δὲν ἐβοηθοῦσαν τὸν ἑαυτόν τους, νὰ μὴ τοὺς συντρίψω ἢ νὰ παιδεύσουν ἐμὲ ὅταν τοὺς ἔκαυσα;».
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἔπαρχος ἐδοκίμασε μὲ πολλὰς κολακείας καὶ ἀπειλὰς καὶ δὲν ἐνίκησε τὴν Ἁγίαν, ἀνέφερεν εἰς τὸν βασιλέα τὰ γενόμενα, ὅστις παρέδωκεν αὐτὴν εἰς τὸν Ἀρχιερέα τοῦ Καπιτωλίου, Οὐλπιανὸν καλούμενον, ὅπως τὴν καταπείσῃ καὶ προσκυνήσῃ τὰ εἴδωλα, ὡς πολυμήχανος ὅπου ἦτο εἰς τὸ κακὸν καὶ σκληρότατος, ἢ ἄλλως νὰ τὴν θανατώσῃ ἀνηλεῶς. Λαβὼν ἐκεῖνος τὴν Ἁγίαν εἰς τὴν ἐξουσίαν του, προσεπάθησε νὰ ἐξαπατήσῃ αὐτὴν μὲ διάφορα τεχνάσματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦτο καὶ τὸ ἑξῆς. Ἐτοποθέτησεν εἰς τὸ ἕν μέρος στολὰς γυναικείας πολυτίμους, λίθους τιμίους, ἄνθη εὐώδη, κλίνας ἀργυρᾶς, στρώματα λαμπρὰ καὶ ἄλλα ὡραιότατα πράγματα· εἰς δὲ τὸ ἄλλο στρεβλωτήρια καὶ ἄλλα διάφορα κολαστήρια ὄργανα, διὰ νὰ τὴν ἐκφοβίσῃ μὲ ταῦτα ἢ νὰ τὴν δελεάσῃ μὲ τὰ χαρμόσυνα. Ἀλλὰ διεψεύσθη εἰς τὰς ἐλπίδας του ὁ δείλαιος. Διότι ἡ Ἁγία οὐδόλως ἐνικήθη ὑπ’ αὐτῶν, ἀλλὰ ἔμεινε στερεὰ καὶ ἀκλόνητος. Ὅθεν τὴν ἐφυλάκισεν, δώσας εἰς αὐτὴν προθεσμίαν τριῶν ἡμερῶν νὰ συλλογισθῇ τὸ συμφέρον της. Ἡ δὲ Ἁγία ἔλεγε πρὸς αὐτόν· «Μὴ χάνῃς τὸν καιρόν σου ματαίως, διότι κἂν τρία ἔτη διορίαν μοῦ δώσῃς, κἂν περισσότερον, ἐγὼ ἕνα Θεὸν προσκυνῶ, τὸν αἰώνιον, διὰ τὸν ὁποῖον παραδίδω καὶ τὴν ψυχήν μου προθύμως εἰς θάνατον, τοὺς δὲ θεούς σου καταφρονῶ ὁμοῦ μὲ τὰ τῶν βασιλέων προστάγματα».