ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ἡ ἔνδοξος τοῦ Χριστοῦ Μεγαλομάρτυς ἦτο κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀσεβεστάτου Διοκλητιανοῦ, τοῦ βασιλεύσαντος κατὰ τὰ ἔτη σπδ’-τε’ (284-305), κατήγετο δὲ ἀπὸ τὴν περίδοξον καὶ μεγαλόπολιν Ρώμην, ἀπὸ γένος περιφανέστατον, ὡραία τὴν ὅψιν καὶ εὐπρεπέστατα εἰς τὰ ἤθη καὶ τάξεις κεκοσμημένη καὶ μὲ τὴν εὐγένειαν τῆς ψυχῆς ἐστολισμένη ὑπὲρ τὸ κάλλος τοῦ σώματος. Ὁ πατήρ της ὠνομάζετο Πραιξτετάτος, εἶχε δὲ διδάσκαλον ἐνάρετόν τινα ἄνθρωπον ὀνόματι Χρυσόγονον, ἐκ τοῦ ὁποίου ἐδιδάχθη τὴν εὐσέβειαν καὶ ἐγνώρισε τὸν ἀληθῆ Θεόν, τὰ δὲ ἀναίσθητα εἴδωλα ἀπέβαλε καὶ κατεφρόνησεν.
Καὶ οὕτω μὲν ἡ Ἁγία ἐπορεύετο ὁ δὲ πατὴρ αὐτῆς τὴν ὑπάνδρευσε χωρὶς τὴν θέλησίν της μετά τινος εἰδωλολάτρου, Ποπλίωνος ἢ Πουπλίου καλουμένου, τὸν ὁποῖον ἐμίσει ἡ κόρη καὶ προφασιζομένη ἀσθένειαν δὲν ἐδέχθη τὴν μετ’ ἐκείνου κοινωνίαν διά τε τὴν ἀπιστίαν του, καὶ τὴν πρὸς τὴν παρθενίαν ἀγάπην της· καθ’ ἑκάστην δὲ προσηύχετο εἰς τὸν Χριστὸν φυλάττουσα πάσας τὰς ἐντολάς του. Ἐξαιρέτως δὲ ἠγάπα πολὺ τὴν ταπείνωσιν. Ὅθεν πολλάκις ἐξεδύετο τὰ πολύτιμα καὶ λαμπρά της ἱμάτια καὶ ἐνεδύετο πενιχρὰ διὰ νὰ μὴ τὴν γνωρίζωσιν, ἐπήγαινε δὲ μὲ τὴν δούλην της εἰς τὰς φυλακὰς καὶ ἐπεμελεῖτο τοὺς Χριστιανούς, σπογγίζουσα τὰς πληγὰς καὶ τὰ αἵματα αὐτῶν. Εἰργάζετο δὲ καὶ πᾶσαν ἄλλην ὑπηρεσίαν ἡ μακαρία ὡς νὰ ἦτο δούλη καὶ καταφιλοῦσα ἐξ εὐλαβείας τὰς πληγὰς τῶν Μαρτύρων, τοὺς ἐνουθέτει νὰ μὴ δειλιάσωσι κολαστήρια πρόσκαιρα, ἀλλὰ νὰ φυλάττουν στερεὰ τὴν εὐσέβειαν, τοὺς ἔδιδε δὲ καὶ τροφάς, ἐνδύματα καὶ πᾶν ἄλλο ἀναγκαῖον τοῦ σώματος, ταῦτα δὲ ἐτέλει κατὰ πάσας τὰς νύκτας κρυφίως, δίδουσα εἰς τοὺς φύλακας χρήματα, διὰ νὰ τὴν ἀφήνουν νὰ εἰσέρχεται.
Ταῦτα μαθὼν ὁ Ποπλίων τὴν ἐφυλάκισε καὶ οὔτε αὐτὴν ἄφηνε νὰ ἐξέρχεται οὐδόλως, οὔτε εἰς ἄλλην τινὰ νὰ τῆς ὁμιλήσῃ τελείως ἐπέτρεπεν. Ὅθεν ἐλυπεῖτο διότι δὲν εἶχεν ἄδειαν νὰ ἐπιμελῆται τοὺς φυλακισμένους ὡς πρότερον, ἐξαιρέτως δὲ εἶχε θλῖψιν ἀπαραμύθητον διὰ τὸν διδάσκαλόν της Χρυσόγονον, ὅστις ἐπήγαινε πρωτύτερα καὶ τὴν ἔβλεπε πολλάκις καὶ συνεχαίροντο, τότε δὲ τὸν εἶχε καὶ αὐτὸν φυλακισμένον ὁ βασιλεὺς διὰ τὴν εὐσέβειαν. Ὅθεν δὲν ἠδύνατο νὰ ἴδῃ ἢ νὰ παρηγορήσῃ ὁ εἷς τὸν ἄλλον διὰ στόματος, ἀλλὰ μόνον γυναῖκα τινὰ γραῖαν ἔστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ Ἁγία, καὶ τοῦ διεμήνυσε νὰ κάμῃ πρὸς τὸν Θεὸν δι’ αὐτὴν δέησιν, νὰ τὴν λυτρώσῃ ἀπὸ τὰ δεσμά, διὰ νὰ θεραπεύῃ τοὺς Μάρτυρας.