Ὁ δὲ παντοδύναμος Θεὸς ἔλαβε τὰς ψυχὰς αὐτῶν χωρὶς νὰ πονέσωσι· διότι τὸ πῦρ οὐδόλως ἔβλαψεν αὐτάς, οὔτε ἐτόλμησε νὰ καύσῃ κἄν τρίχα τινὰ τῆς κεφαλῆς αὐτῶν ἢ ἱμάτιον. Ὅθεν ἡ φιλομάρτυς Ἀναστασία ἐπῆρε τὰ ἱερὰ αὐτῶν Λείψανα καὶ τὰ ἐνεταφίασε μὲ πολλὴν εὐλάβειαν, δεομένη τοῦ Θεοῦ καθ᾽ ἑκάστην, νὰ τὴν ἀξιώσῃ καὶ αὐτὴν τοῦ Μαρτυρικοῦ στεφάνου.
Ὁ δὲ Σισίνιος ἐκολάκευε πάλιν τὴν Εἰρήνην νὰ θυσιάσῃ. Ἔπειτα, ὅταν εἶδεν ὅτι δὲν ἐπείθετο, τὴν ἠπείλησε καὶ τῆς λέγει· «Γνώριζε, ὅτι, ἐὰν παρακούσῃς εἰς τὸ πρόσταγμά μου, θέλω προστάξει νὰ σὲ βάλουν εἰς τόπον τινὰ ἀτιμίας δημόσιον, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ἔρχεται πᾶς τις νὰ σὲ πορνεύῃ διὰ νὰ φθαρῇ καὶ νὰ μολυνθῇ κατὰ τὴν Γραφήν σας, ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμά σου». Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἐλπίζω εἰς τὸν Δεσπότην μου νὰ λυτρώσῃ ἀπὸ τὰς παγίδας τοὺς πόδας μου καὶ νὰ φυλάξῃ τὴν ψυχήν μου ἀμόλυντον· ἐὰν δὲ πάλιν καὶ μολυνθῶ βιαίως καὶ χωρὶς τὴν θέλησίν μου, δὲν θὰ ἔχω ἐγὼ ἁμαρτίαν, διότι ἀκουσίως μου ἔγινε». Τότε ὁ ἄρχων παρέδωκεν αὐτὴν εἰς τοὺς στρατιώτας, νὰ τὴν ὑπάγουν εἰς πορνεῖον, διὰ νὰ πηγαίνῃ εἰς αὐτὴν ὅστις θέλει.
Ὁ Πανάγαθος ὅμως Θεὸς δὲν ἠμέλησεν, ἀλλὰ ἔστειλεν εὐθὺς Ἁγίους Ἀγγέλους εἰς σχῆμα στρατιωτῶν, οἵτινες λαβόντες τὴν Ἁγίαν τὴν ἐπῆγαν ἐπάνω εἰς ἓν ὄρος εἰς πεῖσμα τοῦ ἄρχοντος, ὅστις βλέπων τοιοῦτον θαυμάσιον δὲν ἔπαυσε νὰ πολεμᾷ μὲ τὸν Παντοδύναμον ὁ ἀδύνατος, ἀλλὰ ἔτρεχε πρὸς τὸ ὄρος ἔφιππος, διὰ νὰ τὴν πάρῃ βιαίως ὁ ἀφρονέστατος. Ἀλλὰ πάλιν θαῦμα εἰς τὸ θαῦμα ἠκολούθησε καὶ ἔβλεπε μὲν τὴν κόρην ἀπὸ μακράν, ἀλλὰ νὰ τὴν πλησιάσῃ δὲν ἠδύνατο· διότι θεία τις δύναμις ἀόρατος τὸν ἠμπόδιζεν, ὡς νὰ ἦτο ἔμπροσθεν αὐτοῦ τεῖχος ἀπροσπέλαστον· καὶ βλέπων δὲν ἔβλεπεν, ἀλλὰ ἔκαμε τὸν γῦρον τοῦ ὄρους ψηλαφῶν ἀνωφελῶς καὶ ἐβασανίζετο ματαίως ἕως εἰς τὸ ἑσπέρας περιπλανώμενος. Τότε ἔρριψε στρατιώτης τις ἕν βέλος κατὰ τῆς Μάρτυρος, τὸ ὁποῖον Θεοῦ συγχωρήσαντος διεπέρασε τὴν Ἁγίαν. Ἡ δὲ Μάρτυς, εὐχαριστήσασα τὸν Χριστόν, ὅστις τὴν ἐφύλαξεν ἄμωμον, ἐναπέθεσεν εἰς χεῖρας αὐτοῦ τὴν μακαρίαν ψυχήν της, ὅταν δὲ ὁ ἄρχων ἀνεχώρησεν, λαβοῦσα ἡ Ἀναστασία τὸ Λείψανον ἐνεταφίασεν αὐτὸ ἐντίμως καὶ εὐσεβῶς ὁμοῦ μὲ τὰ Λείψανα τῶν ἄλλων Ἁγίων Παρθένων ἀλείψασα τοῦτο μὲ μυριστικὰ θυμιάματα [2].
Ταῦτα μαθὼν ὁ ἄρχων ἐφυλάκισε τὴν Ἀναστασίαν, σκοπεύων νὰ τὴν βασανίσῃ μὲ κολαστήρια. Ἀκούσας ὅμως ὅτι ἦτο ἀπὸ τὰς εὐγενεστέρας τῆς Ρώμης δὲν ἐτόλμησε νὰ τὴν ἐγγίσῃ, ἀλλὰ τὴν ἔστειλεν εἰς τὸν βασιλέα, ὅστις ἐξήτασεν αὐτὴν τὶ ἔκαμε τὸν πατρικόν της πλοῦτον.