Παρηκολούθουν λοιπὸν τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Σωσάνναν οἱ ἄνομοι καὶ ἡμέραν τινά, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔλειπεν ὁ Ἰωακεὶμ εἰς ἄλλην χώραν, ἡ δὲ Σωσάννα κατὰ τὴν συνήθειάν της εἰσῆλθε περὶ τὴν μεσημβρίαν εἰς τὸν κῆπον νὰ περιπατήσῃ τότε καὶ αὐτοὶ ἐπῆγαν καὶ ἐκρύβησαν εἴς τι μέρος τοῦ κήπου καὶ δὲν ἐφαίνοντο. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπέρασεν ὥρα ἱκανή, μὴ γνωρίζουσα ἡ Σωσάννα ὅτι εἶναι κεκρυμμένοι οἱ δύο κριταὶ ἐκεῖνοι τῶν Ἑβραίων καὶ ὅτι παραφυλάττουν τὸν καιρόν, ἔστειλε τὰς ὑπηρετρίας της νὰ φέρωσι φαγητὰ καὶ λουστικὰ μυρίσματα, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν γυναικῶν, διὰ νὰ λουσθῇ εἰς τὴν στέρναν τοῦ κήπου, διότι ἦτο ζέστη ὑπερβολική. Οἱ δὲ κριταὶ ἐκεῖνοι, ὡς εἶδον ὅτι ἡ Σωσάννα εἶναι μόνη παντελῶς, ἔδραμον καὶ τὴν συνέλαβον λέγοντες· «Ἢ θὰ δεχθῇς νὰ ἐκτελέσωμεν τὴν ἐπιθυμίαν μας μετὰ σοῦ ἢ θὰ μαρτυρήσωμεν ἐναντίον σου, ὅτι εἴδομεν νέον τινὰ ἁμαρτάνοντα μετὰ σοῦ καὶ τότε μέλλεις νὰ θανατωθῇς».
Ὡς ἤκουσεν ἡ Σωσάννα τοὺς τοιούτους λόγους, ἀνεστέναξε καὶ εἶπε· «Στενὰ μοῦ εἶναι καὶ τὰ δύο· διότι, ἐὰν δεχθῶ τἠν ἀνομίαν, ὁ θάνατός μου θὰ εἶναι ψυχικός· ἐὰν δὲ δὲν δεχθῶ, μέλλω νὰ θανατωθῶ, κατὰ τὴν μαρτυρίαν σας· ἀλλὰ καλλίτερον εἶναι νὰ ἀποθάνω δικαία καὶ καθαρά, παρὰ νὰ πταίσω εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ καταπατήσω τὴν τιμὴν τοῦ ἀνδρός μου». Ταῦτα εἰποῦσα ἡ Σωσάννα ἐξέβαλε φωνήν, καλοῦσα τὰς ὑπηρετρίας της νὰ τὴν σώσουν· ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο μέρος ἐξέβαλον φωνὴν καὶ οἱ γέροντες ἐκεῖνοι οἱ κριταὶ λέγοντες· «Τρέξατε νὰ ἰδῆτε τὴν Σωσάνναν, πῶς τὴν συνελάβομεν μετά τινος νέου, κάμνοντας τὴν ἀνομίαν». Ἀκούσαντες λοιπὸν οἱ ἰδικοί της τὰς φωνὰς ταύτας ἔδραμον νὰ ἴδωσι τὶ συμβαίνει, καὶ λέγουσιν οἱ κριταί· «Ἡμεῖς ἤλθομεν κατὰ τὴν συνήθειάν μας νὰ συμβουλευθῶμεν μὲ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ δὲν τὸν εὕρομεν· ὅμως γυρίζοντες νὰ ὑπάγωμεν είς τὰς οἰκίας μας, εἴδομεν νέον τινὰ ξένον, ὅστις εἰσήρχετο εἰς τὸν κῆπον τοῦ Ἰωακείμ· εἰσήλθομεν λοιπὸν ὄπισθέν του κρυφίως καὶ τὸν εἴδομεν νὰ ἁμαρτάνῃ μὲ τὴν Σωσάνναν· τότε ὡρμήσαμεν νὰ τὸν συλλάβωμεν, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἦτο δυνατώτερος ἀπὸ ἡμᾶς καὶ μᾶς ἔφυγε· ταῦτα μαρτυροῦμεν ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων». Ὡς δὲ ἤκουσαν οἱ ἰδικοί της τοὺς λόγους τούτους, ἐντραπέντες ἐσιώπησαν, διότι δὲν ἐφαντάζοντο ποτὲ νὰ ἀκουσθῇ τοιοῦτος λόγος διὰ τὴν Σωσάνναν.