Τὴν πρωΐαν, ὅταν ὁ νέος ἐξύπνησεν, εἶπε τὸ ὅραμά του εἴς τινα Μοναχόν, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀπεκρίθη ὡς φρόνιμος· «Δὲν σοῦ εἶπεν ὁ Ἅγιος νὰ μὴ φάγῃς κρέας, ἀλλὰ νὰ παύσῃς τὴν πορνείαν». Τότε ὑπεσχέθη ὁ ἀσθενὴς νὰ φυλάξῃ τὸ πρόσταγμα καὶ οὕτως ἀλειφθεὶς μὲ τὸ ἔλαιον τῆς κανδήλας ἔλαβε τὴν ὑγείαν του.
Μοναχὸς δέ τις, Γερμανὸς ὀνόματι, εἶχεν εἰς τὸν πόδα πάθος δεινότατον ἐκ τοῦ ὁποίου ἦτο τρυπημένος ὅλος ὁ πούς του ὡς κόσκινον ἀπὸ τὸ γόνατον ἕως τὸν ἀστράγαλον. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἡγούμενος ὅτι ἐπέρασε καιρὸς πολὺς καὶ ἐβασανίζετο δεινῶς ὁ Μοναχός εἶπε πρὸς αὐτόν· «Διατί δὲν ἐπεκαλέσθης τὸν Ὅσιον Παῦλον νὰ σοῦ δώσῃ τὴν ἴασιν;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Πολλάκις τὸν ἐπεκαλέσθην, ἀλλὰ διότι εἶμαι ἁμαρτωλὸς δὲν μὲ ἀκούει». Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἡγούμενος· «Ὄχι, δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ αἴτιον, ἀλλὰ διότι αἰτεῖς τὴν χάριν ἀμφιβάλλων καὶ δὲν πιστεύεις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου». Τότε ὁ Γερμανὸς ἔκλαυσεν, ἐπικαλούμενος τὸν Ὅσιον μετὰ πίστεως καὶ οὕτω ἀποκοιμηθεὶς τὸν βλέπει ἐν ὁράματι καὶ τὸν ἠρώτησε τί εἶχεν. Ὁ δὲ ἔδειξεν εἰς αὐτὸν τὸν πόδα του. Τότε ὁ Ὅσιος ἤγγισε μὲ τὴν ράβδον του εἰς τὸ πόνεμα, φωνάζων δὲ ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν πόνον, ἐξύπνησε καὶ βλέπει ὅτι ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸν πόδα του τεμάχιον ὀστοῦ ὡς ὀψαρίου καὶ οὕτως ἐκαλλιτέρευσε καὶ εἰς ὀλίγας ἡμέρας ἐθεραπεύθη τελείως. Ἀλλὰ τίς δύναται νὰ περιγράψῃ ὅλα τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἐτέλεσεν ὁ ἀοίδιμος; εὐκολώτερα θέλω μετρήσει τὴν ἄπειρον θάλασσαν ἢ τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ, παρὰ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα τοῦ Ὁσίου. Λοιπὸν παραλείπω τὰ ἐπίλοιπα· ἂς εἴπωμεν δὲ ἓν διὰ σφραγῖδα τῶν ἄλλων, τὸ ὁποῖον ἔγινε τώρα πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν καὶ οὕτω νὰ δώσω τέλος τῆς διηγήσεως.
Εἰς τὸν δικαστὴν τῶν Θρᾳκησίων ἦλθον ἄνθρωποι καὶ ἐσυκοφάντησαν χωρικούς τινας, ὅτι ἦσαν ἀπειθεῖς καὶ θρασύτατοι καὶ δὲν ὑπετάσσοντο. Ἔστειλε λοιπὸν στρατιώτας νὰ τοὺς συλλάβουν καὶ νὰ τοὺς παιδεύσουν ὡς ἀποστάτας· ἀπὸ τούτους ὅμως συνέλαβον μόνον τρεῖς, διότι οἱ ἐπίλοιποι ἔφυγον. Δέσαντες λοιπὸν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς τραχήλους αὐτῶν, τοὺς ἐπῆραν καὶ τοὺς ἐπήγαιναν συνοδείᾳ· ἐπειδὴ ὅμως ἐνυκτώθησαν, ἔμειναν εἰς ἓν χωρίον διὰ νὰ κοιμηθῶσι, καὶ τὴν ἑπομένην νὰ συνεχίσουν τὴν πορείαν των διὰ νὰ τοὺς ὑπάγουν εἰς τὸν ἄρχοντα. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ ταλαίπωροι, ἀπὸ τὴν θλῖψιν των διὰ τὰ κακὰ τὰ ὁποῖα τοὺς ἀνέμενον, δὲν ἐκοιμήθησαν.