Ὅμως πιστεύω ὡς πρὸς σὲ μεγάλα καὶ σωτήρια πράγματα καὶ ὅτι θὰ ἰδῇς αὐτὸν τὸν πολύτιμον λίθον, καὶ μὲ τὴν λαμπρότητα τοῦ φωτὸς αὐτοῦ θὰ φωτισθῇς καὶ θὰ δώσῃς καρπὸν πολλαπλάσιον. Διότι ἐγὼ χάριν σοῦ ἦλθον ἀπὸ μακρὰν καὶ διὰ νὰ σὲ διδάξω ὅσα δὲν ἤκουσας».
Ὁ Ἰωάσαφ τότε εἶπεν· «Ἐγὼ μέν, τίμιε γέρον, εἶμαι πρόθυμος νὰ σὲ ἀκούσω, διὰ νὰ μάθω ἀναγκαῖα ζητήματα καὶ ἐπόθουν ἀπὸ καιροῦ νὰ εὕρω σοφὸν καὶ ἔμπειρον περὶ ταῦτα ἄνθρωπον. Ἐὰν λοιπὸν μοὶ εἴπῃς λόγον σωτήριον, οὔτε εἰς τὰ πετεινὰ θὰ τὸν ρίψω, οὔτε θὰ φανῶ γῆ πετρώδης καὶ ἄκαρπος, ἀλλὰ θὰ τὸν δεχθῶ ἀκριβῶς. Ἐχάρην δὲ ὡς ἤκουσα περὶ σοῦ καὶ σὲ ἐδέχθην οὐχὶ ὡς ξένον καὶ ἄγνωστον, ἀλλὰ ὡς φίλον ἠγαπημένον μου». Καὶ ὁ Βαρλαὰμ ἀπήντησε· «Φρόνιμα ἔπραξες, κύριέ μου, νὰ μὲ ἀξιώσῃς τῆς βασιλείας σου, καὶ δὲν ὑπελόγισες τὴν εὐτέλειάν μου, ἀλλὰ ἀνελογίσθης τὴν κεκρυμμένην ἐλπίδα, καθώς ποτε ἔπραξεν εἷς βασιλεὺς συνετὸς καὶ περίδοξος».
«Οὗτος ἐξῆλθε τῆς πόλεως μίαν ἡμέραν, ἀκολουθούμενος ὑπὸ τῶν δορυφόρων καὶ τῶν ἀρχόντων. Συνήντησαν δὲ αὐτὸν κατὰ τὴν ὁδὸν δύο πένητες, ἐνδεδυμένοι ἱμάτια πεπαλαιωμένα καὶ ἄχρηστα· ἡ δὲ ὄψις αὐτῶν ἦτο ἐνηλλαγμένη καὶ ἄμορφος, καὶ ἡ σὰρξ ἀδύνατος ἀπὸ τὴν ἄσκησιν. Τούτους ἰδὼν ὁ ταπεινόφρων καὶ φρόνιμος βασιλεὺς κατῆλθεν ἀπὸ τὸ ἅρμα του καὶ προσκυνήσας αὐτούς, μὲ πολλὴν ἀγάπην ἠσπάσατο. Οἱ δὲ ἄρχοντες ἰδόντες τοῦτο ἐσκανδαλίσθησαν, νομίσαντες ὅτι κατεφρόνηοε τὸ διάδημα καὶ μὴ τολμῶντες νὰ ἐλέγξουν αὐτὸν κατὰ πρόσωπον, εἶπον εἰς ἕνα ἀδελφόν του νὰ τὸν συμβουλεύσῃ νὰ μὴ ἀτιμάζῃ τὸ ὕψος τῆς βασιλείας του. Τότε ἐκεῖνος κατηγόρησεν αὐτὸν διὰ ταύτην τὴν πρᾶξιν, ἔχων θάρρος, ὡς ἀδελφὸς αὐτοῦ γνήσιος. Ὁ βασιλεὺς δὲ εἶπεν· «Αὔριον θὰ σοῦ δώσω ἀπόκρισιν».
«Οὗτος, ὁ βασιλεὺς εἶχε συνήθειαν, ὅταν ἤθελε νὰ θανατώσῃ πταίστην τινα, ἔστελλεν ἀφ’ ἑσπέρας ἔξωθι τῆς οἰκίας του ἕνα σαλπιγκτὴν καὶ ἐσάλπιζε μὲ θλιβερὸν τρόπον. Μὲ τὸ σημεῖον αὐτὸ προεγνώριζεν ὁ κατάδικος τὸν ἀπαραίτητον θάνατόν του. Τὸ ἑσπέρας λοιπὸν ἔστειλεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ του τὸν κήρυκα τοῦ θανάτου του, νὰ σημάνῃ οὕτω τὴν σάλπιγγα, τὴν ὁποίαν ἀκούσας ὁ τάλας ὅλην τὴν νύκτα ὠδύρετο, καὶ τὸ πρωῒ ἀφοῦ ἐνεδύθησαν ἱμάτια μελανὰ αὐτὸς μετὰ τῆς συζύγου του καὶ τῶν τέκνων του προσῆλθον εἰς τὸν βασιλέα πικρῶς ὀλολύζοντες. Τότε ὁ βασιλεὺς εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ὦ ἄγνωστε ἄνθρωπε, ἐὰν ἐφοβήθης ἀπὸ ἐμὲ τὸν ἀδελφόν σου, χωρὶς νὰ μοῦ πταίσῃς, διατί μὲ κατέκρινας, ὅτι ηὐλαβήθην ἐκείνους τοὺς ἀσκητάς, οἵτινες εἶναι κήρυκες τοῦ Κυρίου καὶ λαλοῦσι τὸ σημεῖον τοῦ θανάτου μου μὲ φωνὴν ἰσχυροτέραν τῆς σάλπιγγος, μηνύοντές μου τὴν δευτέραν παρουσίαν Αὐτοῦ, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου γνωρίζω ὅτι ἔπταισα πολὺ μὲ τὰς ἁμαρτίας μου; Πρὸς τὸ παρὸν λοιπὸν σοῦ ἔδωσα τὴν πρέπουσαν ἀπόκρισιν. Σοῦ ὑπόσχομαι δὲ αὔριον νὰ καταισχύνω ὅσους σὲ συνεβούλευσαν διὰ τοῦτο».