Ἡμέραν τινὰ ὁ Ἰωάσαφ εἶπεν εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς νέους ὑπηρέτας του· «Σε παρακαλῶ, φίλε μου, εἰπέ μου διατί μὲ ἔχει ὁ πατέρας μου τόσον περιωρισμένον;». Τότε ὁ νέος εἶπε πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. Ἀπὸ τότε, ἤρχισεν ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος νὰ φωτίζῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ νοός του καὶ νὰ χειραγωγῇ αὐτὸν πρὸς θεογνωσίαν. Ὁ δὲ βασιλεὺς Ἀβεννὴρ τὸν ἠγάπα πολὺ καὶ τακτικὰ τὸν ἔβλεπε. Μίαν ἡμέραν ὁ νέος ἠρώτησεν αὐτὸν μετὰ σεβασμοῦ καὶ ταπεινώσεως, διὰ ποίαν αἰτίαν τὸν εἶχεν εἰς τοιαύτην προφύλαξιν. Καὶ ὁ βασιλεὺς τοῦ εἶπε· «Δὲν θέλω, τέκνον μου, νὰ ἰδῇς κανὲν λυπηρὸν πρᾶγμα, ἀλλὰ ἐπιθυμῶ νὰ ζήσῃς ὅλην σου τὴν ζωὴν εἰς εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν». Ὁ δὲ Ἰωάσαφ ἀπεκρίθη· «Μάλιστα, πάτερ· ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν δὲν μοῦ δίδεις χαράν, ἀλλὰ λύπην ἀμέτρητον, διότι ποθῶ νὰ ἀπολαύσω τὴν χαρὰν τοῦ ἔξω κόσμου καὶ ἐὰν ποθῇς τὴν ὑγείαν μου, ἄφες με νὰ ἰδῶ τοῦ κόσμου τὴν ὡραιότητα.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεὺς συνεπάθησε καὶ ὑπεσχέθῃ νὰ κάμῃ τὴν ἐπιθυμίαν του. Καὶ ἐπρόσταξε νὰ κρυβοῦν ὅλοι οἱ γέροντες, οἱ ἀσθενεῖς καὶ σεσημειωμένοι, καὶ μόνον οἱ νέοι καὶ αἱ κορασίδες νὰ φαίνωνται, παρήγγειλε δὲ εἰς τοὺς ὑπηρέτας νὰ τὸν ὁδηγοῦν ὅπου ἤθελε, προσέχοντες ἐπιμελῶς, ἵνα μὴ ἴδῃ τίποτε λυπηρόν, ἀλλὰ μόνον χοροὺς καὶ διασκεδάσεις καὶ ἄλλα χαροποιὰ καὶ εὐφρόσυνα. Εὐθὺς ἐκεῖνοι ἡτοίμασαν ζῷα ἐκλεκτά, ἐστολισμένα μὲ μεγαλοπρέπειαν καὶ πᾶσαν βασιλικὴν ἑτοιμασίαν καὶ ὁ νέος, ὅταν ἤθελεν, ἐξήρχετο εἰς περιοδείαν εἰς τὰ πέριξ.
Μίαν ἡμέραν συνήντησαν δύο ἀνθρώπους, τὸν ἕνα λωβὸν καὶ τὸν ἄλλον τυφλόν, καὶ τὴν ἑπομένην ἕνα ὑπέργηρων, περὶ τῶν ὁποίων, ἐρωτήσας ὁ νέος ἐπιμελῶς, ἔμαθε πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. Εὐθὺς δὲ ὡς ὁ πεφωτισμένος τὴν ψυχὴν ἤκουσε διὰ τὰς διαφόρους ἀσθενείας καὶ τὰ πάθη τῆς ἡμετέρας φύσεως, ἐλυπήθη πολὺ καὶ δὲν ἤθελε πλέον νὰ ἐξέρχεται, συλλογιζόμενος τὸν ἀπαραίτητον θάνατον, ἀπὸ δὲ τὴν πολλήν του θλῖψιν ἀδυνάτισε καὶ ἤλλαξεν ἡ ὄψις του. Ἔχων δὲ πόθον νὰ εὕρῃ ἕνα Χριστιανόν, νὰ τὸν ἐρωτήσῃ ἐὰν εἶναι ἄλλη ζωὴ μετὰ θάνατον, ἢ ἐὰν ἠδύνατο νὰ εὕρῃ τρόπον νὰ μὴ ἀποθάνῃ συνεβουλεύθη τὸν ἄνωθεν νέον. Ὁ δὲ νέος ἀπεκρίθη· «Σοῦ εἶπον καὶ πρότερον, ὅτι ὁ πατήρ σου ἐδίωξε τοὺς φιλοσόφους ἐκείνους ἀσκητάς, καὶ πολλοὺς ἐθανάτωσε καὶ ἕνεκα τούτου δὲν εὑρίσκεται κανεὶς πλέον εἰς ταύτην τὴν χώραν». Ἔμενε λοιπὸν λυπημένος ὁ Ἰωάσαφ, καὶ ἐμίσησεν ὅλας τὰς σαρκικὰς ἡδονάς, ὡς καὶ πᾶσαν ἀπόλαυσιν. Ὁ δὲ Θεός, ὁ θέλων πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, προβλέπων τὴν μέλλουσαν μεγάλην ἀρετὴν τοῦ παιδὸς ἀπεκάλυψεν εἰς αὐτὸν τὸ ποθούμενον.