Εἰς τὴν Κρήτην εὑρισκόμενος ὁ Ὅσιος καὶ μὴ ὑποφέρων νὰ σπαταλᾷ τὸν καιρὸν ματαίως, ἤρχισε νὰ ἐρευνᾷ μὲ πολλὴν προθυμίαν, διὰ νὰ εὕρῃ τόπον τινὰ ἥσυχον καὶ ἀτάραχον, ἵνα κατοικήσῃ μετὰ τοῦ Ὁσίου Γερασίμου. Ὅθεν, κατόπιν πολλῶν ἀναζητήσεων, εὗρον σπήλαιά τινα ἥσυχα κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν των καὶ ἐκεῖ κατῴκησαν μετὰ χαρᾶς. Παρευθὺς δὲ ὁ καλὸς ἐκεῖνος ἐργάτης προσέθεσε κόπους ἐπὶ κόπων καὶ ἀγῶνας ἐπὶ ἀγώνων καί, τρόπον τινά, ἐμάχετο μὲ τὸν ἑαυτόν του μὲ περισσοτέραν μεγαλοψυχίαν· ἡ τροφή του ἦτο ὀλίγος ἄρτος καὶ ὀλίγον ὕδωρ μίαν φορὰν τὴν ἡμέραν καὶ δὲν ἔτρωγεν ἢ ἔπινε πλέον ἄλλο τίποτε, ἔστω καὶ ἂν ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ τὴν δίψαν. Ὅθεν καὶ τὸ πρόσωπόν του ἦτο κίτρινον ἀπὸ τὴν ξηροφαγίαν καὶ τὰ μέλη του κατεξηραμμένα καὶ κατατεταλαιπωρημένα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους καὶ παραλελυμένα ἀπὸ τὴν φυσικήν των κίνησιν καὶ δὲν τοὺς ἦτο δυνατὸν νὰ περιπατοῦν ἢ νὰ κάμνουν καμμίαν ἄλλην ἐργασίαν. Πρὸς τούτοις εἶχεν ὁ μακάριος καὶ μεγάλην φροντίδα, διὰ νὰ εὕρῃ πνευματικόν τινα ἄνδρα, ὅστις νὰ τὸν ὁδηγήσῃ εἰς ὅ,τι αὐτὸς δὲν ἠδυνήθη νὰ ἴδῃ ἢ νὰ ἐπιτύχῃ ἀπὸ τὴν θείαν Γραφὴν ἢ εἰς ὅ,τι δὲν ἔτυχε νὰ διδαχθῇ πνευματικῶς παρά τινος τῶν πνευματοφόρων καὶ θείων Πατέρων.
Διὰ τοῦτο ὁ Ἀγαθὸς Θεὸς ᾠκονόμησεν ἄνωθεν τὸν ὁδηγὸν τοῦτον ἀποκαλύψας τὰ περὶ τοῦ θείου Γρηγορίου καὶ τοῦ εὐσεβοῦς πόθου του εἴς τινα Ἀναχωρητήν, ὅστις ἡσύχαζεν εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα, πολὺ ἐνάρετον καὶ ἐστολισμένον μὲ ἔργα καὶ θεωρίαν, Ἀρσένιον τὸ ὄνομα, ὅστις ὑπὸ τοῦ Παναγίου Πνεύματος κινούμενος, μετέβη εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου καὶ κρούσας τὴν θύραν, γίνεται δεκτὸς μετὰ χαρᾶς παρ’ αὐτοῦ. Μετὰ δὲ ἀπὸ τὴν συνειθισμένην εὐχὴν καὶ τὸν χαιρετισμὸν ἤρχισεν ὁ θεωρητικὸς ἐκεῖνος Γέρων νὰ ὁμιλῇ, ὡς νὰ ἀνεγίνωσκεν ἀπὸ κανὲν θεῖον βιβλίον καὶ νὰ λέγῃ περὶ φυλακῆς νοός, περὶ νήψεως καὶ προσοχῆς, περὶ νοερᾶς προσευχῆς καὶ διὰ ποίου τρόπου καθαρίζεται ὁ νοῦς διὰ μέσου τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν καὶ γίνεται ὅλος φωτεινός. Ἀφ’ οὗ δὲ εἷπεν αὐτὰ καὶ ἄλλα περισσότερα, στρέψας τὸν λόγον πρὸς τὸν Ὅσιον, τὸν ἠρώτησε· «Σύ, ὦ τέκνον, τί εἴδους ἐργασίαν κάμνεις;». Τότε καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος τοῦ διηγήθη ἐξ ἀρχῆς ὅλα τὰ κατ’ αὐτόν τὴν ἀναχώρησίν του δηλαδὴ ἀπὸ τὸν κόσμον, τὴν φιλερημίαν καὶ ὅλους τοὺς ἀγῶνας τοὺς ὁποίους ἔκαμνεν.