Δὲν παρῆλθε πολὺς καιρὸς καὶ ὅλοι οἱ ἐκεῖ Πατέρες ἔμειναν ἐκστατικοὶ διὰ τὴν ἄϋλον καὶ σχεδὸν ἀσώματον ζωὴν μὲ τὴν ὁποίαν ἐπολιτεύετο, καταγινόμενος εἰς τὴν αὐστηρὰν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ὁλονύκτιον στάσιν καὶ τὴν ἀκατάπαυστον ψαλμῳδίαν καὶ προσευχήν, εἰς τὰς ὁποίας ἐπεδίδετο καθ’ ὅλον τὸν καιρόν, ὡς νὰ ἐφιλονίκει νὰ κάμῃ ἄϋλον τὸ ὑλικὸν σῶμά του, τόσον ὥστε ὅλοι οἱ Πατέρες, θαυμάζοντες, ὀλίγον ἔλειψε νὰ νομίσουν, ὅτι εἶναι ἄσαρκος. Εἰς δὲ τὴν ὑπακοήν, ἡ ὁποία εἷναι ρίζα καὶ μήτηρ τῶν ἀρετῶν καὶ εἰς τὴν ὑψοποιὸν ταπείνωσιν τόσον πολὺ ἠσκήθη, ὥστε δυσκολεύομαι νὰ περιγράψω τὰ κατὰ μέρος, διὰ νὰ μὴ φανῶ εἰς τοὺς ὀκνηρούς, ὅτι λέγω ἀπίθανα λόγῳ τῆς ὑπερβολῆς.
Ἐν τούτοις δὲν δύναμαι νὰ ἀποσιωπήσω ἐντελῶς τὴν ἀλήθειαν ἐπὶ τῶν ἀρετῶν του τούτων καὶ νὰ μὴ γράψω ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἤκουσα ἀπὸ τὸν γνησιώτατον μαθητήν του, τὸν εὐλογημένον Ὅσιον Γεράσιμον. Διότι ὁ μακάριος οὗτος μοῦ ἔλεγεν, ὅτι ὁ θεῖος Γρηγόριος καὶ τὴν διακονίαν τὴν ὁποίαν τὸν ἐπρόσταζεν ὁ Προεστὼς ἔφερεν ἀόκνως εἰς πέρας καὶ μετὰ πάσης προθυμίας τὸν συνειθισμένον κανόνα τῶν ἀδελφῶν δὲν παρέλειψε ποτὲ νὰ κάμῃ, ὡς νὰ τὸν ἔβλεπεν ἄνωθεν ὁ Θεός. Διὰ τοῦτο, ἀφοῦ κατὰ τὸ ἑσπέρας ἔβαλλεν εἰς τὸν Προεστῶτα τὴν συνειθισμένην μετάνοιαν καὶ ἐλάμβανεν ἀπὸ αὐτὸν τὴν εὐλογίαν, εἰσήρχετο εἱς τὸ κελλίον του καὶ κλείων τὰς θύρας ὕψωνε πρὸς τὸν Θεὸν τὰς χεῖρας καὶ τὸν νοῦν του καὶ ἀπομακρυνόμὲνος ὅλως διόλου ἀπὸ τὰ παρόντα τοῦ κόσμου πράγματα, ἐπλησίαζεν εἰς τὸν πλησιάζοντα τὰς εὐσεβεῖς καρδίας Θεὸν καὶ ἤρχιζε μὲ ὅλην τὴν προθυμίαν τῆς ψυχῆς του τὸν κανόνα του, ἀναπέμπων ψαλμῳδίας εἰς τὸν Θεὸν καὶ προσευχόμενος καθ’ ὅλην τὴν νύκτα μὲ πόθον πολὺν τῆς καρδίας του, γονυπετής, μέχρις ὅτου ἐτελείωνεν ὅλους τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαυῒδ καὶ ἀπελάμβανε τὴν εὐφροσύνην, ἥτις προξενεῖται ἐκ τῆς ἀναγνώσεως αὐτῶν. Ἔπειτα, ὅταν ἔφθανεν ἡ ὥρα τοῦ Ὄρθρου καὶ ἐκρούετο τὸ σήμαντρον, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Μοναστηρίων, πρῶτος αὐτὸς εὑρίσκετο ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν τῆς Ἐκκλησίας· τοῦτο δὲ ἐφύλαττε πάντοτε μὲ ἀκρίβειαν, πρῶτος δηλαδὴ νὰ εἰσέρχεται εἰς τὸν Ναὸν καὶ τελευταῖος ὅλων νὰ ἐξέρχεται ἐκεῖθεν. Ἦτο δὲ ἡ τροφὴ τοῦ Ὁσίου ὀλίγος ἄρτος καὶ ὀλίγον ὕδωρ, τόσον μόνον ὅσον ἦτο ἀρκετὸν διὰ νὰ ζῇ.