Ὁ κατὰ πλάτος Βίος καὶ Πολιτεία τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν ΜΑΡΙΑΣ τῆς Αἰγυπτίας.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ζωσιμᾶς, ἐτελείωσε τὴν ἀνάγνωσιν, εὑρίσκετο εἰς ἀπορίαν τὶ νὰ πράξῃ καὶ εὐθὺς βλέπει ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τῆς Ἁγίας γράμματα χαραγμένα εἰς τὴν γῆν, τὰ ὁποῖα ἔλεγον· «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε τὸ σῶμα τῆς ταπεινῆς Μαρίας ἐδῶ ὅπου τὸ εὗρες καὶ παρακάλει τὸν Θεὸν δι’ ἐμέ. Ἐτελειώθην δὲ κατὰ τὸν μῆνα Φαρμουθί, δηλαδὴ τὸν Ἀπρίλιον, τὴν νύκτα ἐκείνην κατὰ τὴν ὁποίαν μετέλαβα». Ὡς εἶδεν ὁ Ζωσιμᾶς τὴν γραφὴν αὐτήν, ἠπόρησε τίς νὰ τὴν ἔγραψε· διότι ἡ Ἁγία τοῦ εἶχεν εἴπει, ὅτι δὲν ἐγνώριζε γράμματα. Ἀποροῦσε ἀκόμη καὶ διὰ τὸ πῶς ἡ Ἁγία ἐπεριπάτησεν εἴκοσι ἡμερῶν δρόμον εἰς μίαν ὥραν. Καὶ πάλιν εὑρίσκετο εἰς ἀπορίαν μὲ τί νὰ σκάψῃ τὴν γῆν. Βλέπει τότε ἐκεῖ μικρὸν ξύλον ἐρριμμένον κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ μὲ ἐκεῖνο ἤρχισε νὰ σκάπτῃ. Ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο, διότι ἦτο γέρων καὶ ὁ τόπος πολὺ ξηρός. Αἴφνης βλέπει λέοντά τινα, ὅστις ἐλθὼν ἔλειχε τοὺς πόδας τῆς Ἁγίας καὶ πολὺ ἐφοβήθη· διότι ἐνεθυμήθη τὸν λόγον τὸν ὁποῖον τοῦ εἶχεν εἴπει ἡ Ἁγία, ὅτι θηρίον δὲν εἶδε κατὰ τοὺς τεσσαράκοντα χρόνους· ἔκαμεν ὅμως τὸν Σταυρόν του καὶ ἤλπιζε νὰ μὴ βλαβῇ, εἶπε δὲ πρὸς τὸν λέοντα· «Ὦ θηρίον ἀνήμερον, ἐπειδὴ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ σὲ ἔφερεν ἐδῶ νὰ μὲ βοηθήσῃς, σκάψε τὴν γῆν διὰ νὰ θάψωμεν τὸ Λείψανον τῆς Ἁγίας, διότι ἐγὼ εἶμαι γέρων καὶ δὲν δύναμαι οὔτε νὰ σκάψω, οὔτε νὰ ὑπάγω νὰ φέρω σκαπτικὰ ἐργαλεῖα· διὰ τοῦτο κάμε σὺ τὸν τάφον τῆς Ἁγίας».

Οὕτως εἶπεν ὁ Γέρων καὶ παρευθὺς ὁ λέων ἤρχισε μὲ τοὺς ἐμπροσθίους του πόδας νὰ σκάπτῃ τὴν γῆν, ἔσκαψε δὲν τόσον, ὅσον ἐχρειάζετο διὰ νὰ σκεπασθῇ τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας· ἀφοῦ δὲ ἐτελείωσεν, ἔβαλε μετάνοιαν εἰς τὸν Γέροντα καὶ ἔφυγεν εἰς τὴν ἔρημον. Ἔθαψε τότε ὁ Γέρων τὸ Λείψανον τῆς Ἁγίας εἰς τὴν θέσιν ὅπου τὸ εὗρε καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Μοναστήριον δοξάζων καὶ ὑμνῶν τὸν Θεόν. Κατὰ τὴν παραγγελίαν δὲ τῆς Ἁγίας καὶ ὁ Ἡγούμενος Ἰωάννης ἐρευνήσας εὗρε πολλὰ σφάλματα εἰς τὸ Μοναστήριον, τὰ ὁποῖα καὶ ἠγωνίσθη νὰ διορθώσῃ. Εἰς τὸ Μοναστήριον αὐτὸ ἀπέθανεν ὁ Γέρων Ζωσιμᾶς εἰς ἡλικίαν ἑκατὸν ἐτῶν [2].

Αὐτὰ εἶναι τὰ ἔργα τῆς πόρνης, εὐλογημένοι Χριστιανοί· αὐταὶ εἶναι αἱ ἀρεταὶ τῆς ἀπεγνωσμένης γυναικός· πόρνη ἀληθῶς ἦτο, ἀλλὰ αἱ μεγάλαι της ἀρεταὶ τὴν ἠξίωσαν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν· ἁμαρτωλὴ ἦτο, ἀλλὰ ἡ μετάνοιά της τὴν ἔσωσεν. Ἂς ἴδωμεν πῶς ἠσκήτευσεν· ἂς ἴδωμεν πῶς ἠγωνίσθη. Δὲν ἦτο καὶ αὐτὴ ἁμαρτωλή; Δὲν ἦτο καὶ αὐτὴ ἀπεγνωσμένη; Τοιουτοτρόπως λοιπὸν καὶ ἡμεῖς ἂς μετανοήσωμεν διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ ἂς μὴ περιπίπτωμεν εἰς ἀπόγνωσιν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Διὰ τοῦτο καὶ ὁ τόπος ἐκεῖνος εἶναι ἔρημος, διότι ἡ διαφορὰ τῆς θερμοκρασίας μεταξὺ τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε καταστρέφει πᾶσαν ἰκμάδα ζωῆς.

[2] Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου τούτου Πατρὸς ἡμῶν Ζωσιμᾶ ἐπιτελεῖται κατὰ τὴν δʹ (4ην) Ἀπριλίου. Βλέπε περὶ τούτου ἐν σελίδι 87-89.