Τότε ὁ Ζωσιμᾶς ἔπεσε κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ μὲ δάκρυα πολλὰ ἤγγισε τοὺς πόδας τῆς Ἁγίας καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· «Σὲ ὁρκίζω, δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰπέ μοι πῶς εὑρέθης ἐδῶ εἰς τὴν ἔρημον; Πόθεν εἶσαι καὶ πῶς ἠσκήτευσες; Καὶ πόσον καιρὸν ἔχεις ὅπου εὑρίσκεσαι ἐδῶ; Ταῦτα εἰπέ μου διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ μοῦ κρύψῃς τίποτε, διότι δι’ αὐτὸ ηὐδόκησεν ὁ Θεὸς καὶ σὲ εἶδα· ἵνα ἀκούσω καὶ ἐγὼ καὶ ὠφεληθῶ ἀπὸ τοὺς λόγους σου· διότι ἂν δὲν ἤθελεν ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἴδω, δὲν ἤθελον περιπατήσει τόσον δρόμον ἐγὼ ὁ γέρων καὶ ἀδύνατος, ὅστις ποτὲ δὲν ἠδυνήθην νὰ ἐξέλθω ἀπὸ τὸ κελλίον μου».
Ὅτε λοιπὸν ἤκουσεν ἡ Ἁγία τοὺς λόγους καὶ εἶδε τὰ δάκρυά του, λέγει πρὸς τὸν Ζωσιμᾶν· «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐντρέπομαι, ἡ ἁμαρτωλή, νὰ διηγηθῶ τὰ ἔργα μου, διότι εἶναι γεμᾶτα ἐντροπήν, ἀλλὰ θὰ τὰ ἐξομολογηθῶ σήμερον ὅλα πρὸς τὴν ἁγιωσύνην σου. Ἐγώ, τίμιε Γέρον, εἶμαι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον· ὅταν ἔζων οἱ γονεῖς μου καὶ ἐγὼ ἤμουν εἰς ἡλικίαν δώδεκα ἐτῶν, ἄφησα τοὺς γονεῖς μου καὶ μετέβην εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἐκεῖ δὲ ἤμουν πολιτικὴ δεκαεπτὰ χρόνους· καὶ τόσον ἐκυλιόμην εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὥστε μόνον διὰ νὰ ἔρχωνται πολλοὶ πρὸς ἐμέ, δὲν τοὺς ἔπαιρνα τίποτε· καὶ τόσον ἤμην πτωχή, ὥστε ἔζων μὲ τὴν ἐργασίαν τῶν χειρῶν μου, ἄλλοτε μὲ τὴν ρόκαν, καὶ ἄλλοτε μὲ ἄλλην ἐργασίαν. Μίαν ἡμέραν λοιπὸν ἐξῆλθον ἔξω εἰς τὸν αἰγιαλὸν καὶ βλέπω πλῆθος ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἰσήρχοντο εἰς πλοῖον τι μεγάλο καὶ ὡς τὸ εἶδα ἠρώτησα ἕνα ἀπὸ ἐκείνους, ποῦ πηγαίνουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Αὐτὸς δὲ μοῦ ἀπήντησεν· «Εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ πηγαίνομεν, διότι πλησιάζει ἡ ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ». Τότε λέγω πρὸς ἐκεῖνον· «Ἆρά γε θέλουν νὰ ὑπάγω καὶ ἐγὼ μαζί των;». Λέγει ἐκεῖνος· «Ἐὰν ἔχῃς νὰ δώσῃς τὸν ναῦλον, κανεὶς δὲν σὲ ἐμποδίζει». Ἐγὼ δὲ εἶπον· «Δὲν ἔχω τὸν ναῦλον, ἀλλ’ ἔχω τὸ σῶμα μου, διὰ νὰ τραφῶ καὶ νὰ ὑπάγω ἕως τὰ Ἱεροσόλυμα χωρὶς ἀγώγιον». Ἐκεῖνος, ὡς ἤκουσε τοὺς λόγους μου, ἔφυγε γελῶν. Ἐγὼ δέ, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ὄχι ὅτι εἶχον καλὸν σκοπὸν νὰ ὑπάγω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλ’ ἐπεθύμουν νὰ σύρω καὶ ἄλλους πλησίον μου. Σοῦ εἶπον, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ μου, μὴ μὲ ἀναγκάζῃς νὰ εἰπῶ περισσότερα, διότι μιαίνω τὴν γῆν καὶ τὸν ἀέρα μὲ τοὺς λόγους μου». Αὐτὰ εἰποῦσα ἡ Ἁγία ἐσιώπησε.