Ταῦτα ἰδὼν ὁ Ζωσιμᾶς ἡτοιμάζετο νὰ προσκυνήσῃ καὶ ἡ Ἁγία τοῦ λέγει· «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, τί θέλεις νὰ κάμῃς; Τὰ Ἅγια Μυστήρια βαστάζεις καὶ θέλεις νὰ βάλῃς μετάνοιαν». Εἰποῦσα δὲ τὸν λόγον αὐτὸν ἡ Ἁγία, ἔφθασε πλησίον τοῦ Γέροντος καὶ τοῦ λέγει· «Εὐλόγησόν με, Ἀββᾶ, εὐλόγησόν με». Ἔπειτα παρεκάλεσε τὸν Γέροντα καὶ εἶπε τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω», κατόπιν τὸν ἠσπάσθη, κατὰ τὴν συνήθειαν τῆς ἀγάπης καὶ οὕτως ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Κατόπιν προσηυχήθη λέγουσα· «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου». Ἔπειτα ἐστράφη πρὸς τὸν Γέροντα καὶ τοῦ λέγει· «Συγχώρησόν με, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, καὶ σὲ παρακαλῶ, ἂν εἶναι εὐλογημένον, νὰ μοῦ κάμῃς ἄλλο ἕνα θέλημα, πήγαινε εἰς τὸ Μοναστήριόν σου μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ τὸν ἑπόμενον χρόνον ὅπου ἔρχεται, νὰ ἔλθῃς πάλιν εἰς τὸν τόπον ὅπου μὲ συνήντησες τὴν πρώτην φορὰν καὶ θέλεις μὲ ἴδει, καθὼς θέλει ὁ Θεός». Ὁ δὲ Γέρων ἀπεκρίθη· «Δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἴθε νὰ ἤμην ἄξιος νὰ σὲ ἀκολουθήσω· ἀλλὰ τουλάχιστον λάβε ἀπὸ ταῦτα τὰ φαγητά, ὅπου σοῦ ἔφερα».
Ἥπλωσε τότε ἡ Ἁγία τὴν χεῖρα της καὶ ἐπῆρε τρία μόνον σπειρία ἀπὸ τὴν φακῆν καὶ πάλιν ἔκαμε τὸν Σταυρόν της καὶ ἐπέρασε τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἐπὶ τῶν ὑδάτων, ὅπως τὴν πρώτην φοράν. Ὁ δὲ Γέρων ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Μοναστήριον του, δοξάζων τὸν Θεόν. Ὅμως πολὺ ἐπικραίνετο, διότι δὲν ἔμαθε τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας, ἀλλ’ ἤλπιζεν, ὅτι θὰ τὴν ἐρωτήσῃ κατὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος. Ὅταν λοιπὸν ἔφθασεν ὁ νέος χρόνος καὶ ἦλθεν ἡ Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον, κατὰ τὴν συνήθειάν του, καὶ περιεπάτει εἰς τὴν ἔρημον παρατηρῶν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μήπως ἴδῃ τὴν Ἁγίαν. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὴν ἔβλεπεν, ἤρχισε νὰ κλαίῃ καὶ μὲ δάκρυα πολλὰ ἔλεγε πρὸς τὸν Θεόν· «Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, Σὺ ὅστις μὲ κατηξίωσες νὰ ἴδω τοιοῦτον μυστήριον, μὴ μὲ ὑστερήσῃς ἕως τέλους, ἵνα τὸ συμπληρώσω· καταξίωσέ με, Χριστέ μου, νὰ ἀπολαύσω καὶ πάλιν τὴν εὐχὴν τῆς δούλης σου». Ἐν ᾧ δὲ μὲ τοὺς λόγους τούτους παρεκάλει τὸν Θεόν, παρετήρει δεξιὰ καὶ ἀριστερά, μήπως τὴν ἴδῃ. Καὶ πράγματι τὴν εἶδεν, νεκρὰν ὅμως μὲ ἐσταυρωμένας τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλὴν ἐστραμμένην πρὸς τὴν δύσιν. Τότε ἔδραμε κλαίων καὶ ἐγγίσας τὰς πόδας τῆς Ἁγίας, τοὺς ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυά του. Ὅσον λοιπὸν ἠδύνατο ἔκλαυσε, ἔπειτα δὲ ἀνέγνωσεν ἀπὸ τὸ Ψαλτήριον τὸν Ἄμωμον.