ΜΕΓΑ καλόν, εὐλογημένοι Χριστιανοί, εἶναι ἡ μετάνοια· καὶ εἶναι αὕτη μέγα καλόν, διότι πάντα ἄνθρωπον σῴζει, ὅλας τὰς ἁμαρτίας τὰς ἐξαλείφει, ὅλα τὰ παραπτώματα τὰ ἀφανίζει. Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία, τὴν ὁποίαν νὰ μὴ συγχωρήσῃ ὁ Θεός, ὅταν μετανοήσῃ ὁ ἄνθρωπος. Ἡ μετάνοια φέρει χαρὰν μεγάλην εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ εἰς τοὺς Ἀγγέλους, καθὼς τὸ ὁρίζει καὶ ὁ Κύριος εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον· «Χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε’ 7). Ἡ μετάνοια εἶναι καθαρμὸς τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ δεύτερον Βάπτισμα. Βάπτισμα δὲ εἶναι, διότι, ὅστις ἐμόλυνε τὸ πρῶτον Βάπτισμα μὲ ἁμαρτίας, τὸ ἀποκαθιστᾷ μὲ τὴν μετάνοιαν εἰς τὴν πρώτην αὐτοῦ καθαρότητα. Ἡ μετάνοια εἶναι μέγα ὄφελος εἰς τὸν ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον, καθὼς τὸ μαρτυροῦν τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας· ἀπὸ αὐτὴν τὴν μετάνοιαν ἐσώθησαν πολλοὶ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι καὶ ὄχι μόνον ἐσώθησαν, ἀλλὰ καὶ Ἅγιοι ἔγιναν καὶ τοὺς προσκυνοῦμεν ἡμεῖς ἕως τὴν σήμερον, ὡς τὴν Ὁσίαν Μαρίαν τὴν Αἰγυπτίαν, ἡ ὁποία ἦτο πρότερον γυνὴ πόρνη καὶ ἁμαρτωλή, ἐπειδὴ ὅμως μετενόησε καὶ ἠσκήτευσεν, ἡγίασε καὶ ἐτιμήθη ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Αὐτῆς τῆς Ἁγίας τὰς ἁμαρτίας καὶ τὴν μετάνοιαν θέλω διηγηθῆ σήμερον, εὐλογημένοι Χριστιανοί. Διὰ τοῦτο, σᾶς παρακαλῶ, ἀκούσατε τοὺς λόγους μου μετὰ πάσης προθυμίας, ἵνα ἐννοήσητε καὶ μάθετε, πόσον ἰσχύει ἡ μετάνοια διὰ τὸν ἄνθρωπον.
Εἰς τὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης ἦτο Ἱερομόναχος τις Ζωσιμᾶς ὀνόματι, ἦτο δὲ οὗτος γέρων κατὰ πολὺ ἐνάρετος καὶ τόσον φημισμένος διὰ τὴν ἀρετήν του, ὥστε πολλοὶ Μοναχοὶ ἀπὸ τὰ πέριξ Μοναστήρια ἐπήγαιναν πολλάκις διὰ νὰ ἀκούσουν λόγον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Γέροντος αὐτοῦ. Ἔκαμε λοιπὸν εἰς ἐκεῖνο τὸ Μοναστήριον, ὅπου ἦτο, χρόνους πεντήκοντα τρεῖς· ἔπειτα τοῦ ἦλθε λογισμός, ὅστις τοῦ ἔλεγεν· «Ἆρά γε ὑπάρχει κανείς, ὅστις νὰ γνωρίζῃ νὰ μὲ διδάξῃ ἔργον μοναχικῆς ζωῆς; Ὑπάρχει κανείς, ὅστις δὲν σφάλει εἰς τίποτε, ἀλλὰ εἰς ὅλα εἶναι πλήρης; Ἆρά γε ὑπάρχει κανεὶς εἰς τὴν ἔρημον, ὅστις νὰ ὑπερβάλλῃ ἡμᾶς τοὺς Κοινοβιάτας εἰς τὴν ἀρετήν;». Ἐν ᾧ λοιπὸν διελογίζετο ταῦτα ὁ Γέρων, Ἄγγελος Κυρίου ἐφάνη εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ λέγει· «Ζωσιμᾶ, ἂν καὶ μεγάλη εἶναι ἡ ἰδική σου ἀρετή, ἀλλ’ ὅμως πήγαινε εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ ὁποῖον εἶναι ἐκεῖ πλησίον, νὰ ἴδῃς ἄλλους μεγαλυτέρους ἀπὸ σὲ εἰς τὴν ἀρετήν». Ἐσηκώθη τότε παρευθὺς ὁ Γέρων καὶ ἐπῆγεν εἰς ἐκεῖνο τὸ Μοναστήριον καὶ ἀφοῦ ἔβαλε μετάνοιαν, ἔμεινεν ἐκεῖ.