Λέγει τότε ὁ Ζωσιμᾶς· «Εἰπέ μου, Μῆτερ Ὁσία, ἕως τὸ τέλος καὶ μὴ ἀποκρύψῃς τίποτε ἀπὸ ἐμέ». Πάλιν δὲ ἀπεκρίθη ἡ Ἁγία καὶ εἶπεν· «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐπειδὴ μὲ ἀναγκάζεις, θὰ σοῦ τὰ εἰπῶ ὅλα. Παρευθὺς λοιπὸν ἔρριψα κάτω τὴν ρόκαν μου καὶ τρέχω εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ πλοῖα ἐκεῖνα, ὅπου ἦσαν ἕτοιμα νὰ φύγουν, διότι ἦσαν καὶ ἄλλα πολλὰ πλοῖα ἕτοιμα νὰ ξεκινήσουν καὶ βλέπω ἐκεῖ δέκα νέους ὡραίους, οἵτινες εἰσήρχοντο εἰς τὸ πλοῖον καὶ τοὺς λέγω· «Πάρετε καὶ ἐμὲ μαζί σας καὶ δώσατε τὸν ναῦλον δι’ ἐμὲ καὶ ἐγὼ θέλω τὸν ἐξαγοράσει». Ἐκεῖνοι, ὡς ἤκουσαν τοῦτο, μὲ ἐπῆραν εἰς τὸ πλοῖον καὶ ὅσας ἁμαρτίας ἔκαμα ἐκεῖ, Ἀββᾶ, ἐντρέπομαι νὰ σοῦ τὰς διηγηθῶ. Αὐτὸ δὲ μόνον θαυμάζω, πῶς δὲν ἐσχίσθη ἡ θάλασσα νὰ μᾶς καταπίῃ ὅλους, ὅσοι εἴμεθα μέσα εἰς τὸ πλοῖον, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἀνέμενε τὴν μετάνοιάν μου. Ὅταν δὲ ἐξῆλθον ἀπὸ τὸ πλοῖον, δὲν μὲ ἔφθασαν αἱ πρῶται μου ἁμαρτίαι, ἀλλ’ ἐζήτουν καὶ ἄλλους περισσοτέρους ἐραστάς. Τέλος ἔφθασε καὶ ἡ ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως καὶ ἐγὼ συνέχιζα, ὅπως καὶ πρῶτα, τὴν ἁμαρτίαν. Ἔβλεπα δὲ τοὺς ἀνθρώπους, οἵτινες μετέβαινον τὴν νύκτα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τοὺς ἠκολούθουν καὶ ἐγώ, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ βλέπω τοὺς νέους. Ὅταν δὲ ἔφθασα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν προσεπάθουν νὰ εἰσέλθω καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν θύραν, μὲ ἀπώθουν ὅμως ἄλλοι καὶ δὲν μὲ ἄφηναν νὰ εἰσέλθω».
«Τοιουτοτρόπως λοιπὸν εἰσῆλθον ὅλοι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς ἐμὲ δὲ ἐστάθη ἀδύνατον νὰ προχωρήσω καὶ ἔμενον ἔξω· τρεῖς καὶ τέσσαρας φορὰς προσεπάθησα, ἀλλὰ δὲν ἠμπόρεσα. Τότε ἐστάθην εἰς μίαν ἐξωτερικὴν γωνίαν τοῦ Ναοῦ· ἱσταμένη δὲ ἐκεῖ ἐνεθυμήθην ὅτι ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας μου δὲν δύναμαι νὰ εἰσέλθω· καὶ ἐν ᾧ ἔκλαια διὰ τὰς ἁμαρτίας μου, βλέπω ἄνωθεν μου, ὅτι ἦτο Εἰκών τις τῆς Παναγίας καὶ ὡς τὴν εἶδα ἐδάκρυσα καὶ εἶπα· «Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε, ἡ γεννήσασα τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, γνωρίζω ὅτι δὲν εἶμαι ἀξία νὰ βλέπω τὴν ἁγίαν Σου Εἰκόνα ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν· ἀλλὰ ἐπειδὴ διὰ τοῦτο ἔγινεν ὁ Θεὸς ἄνθρωπος, διὰ νὰ καλέσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν, βοήθησόν με καὶ ἐμὲ νὰ εἰσέλθω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἵνα ἴδω τὸ ἅγιον Ξύλον ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Υἱός Σου διὰ τὰς ἰδικάς μου ἁμαρτίας καὶ ἔχυσε τὸ ἅγιόν Του Αἷμα, διὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς· καὶ ἐὰν καταξιωθῶ νὰ τὸ ἴδω, σὲ παρακαλῶ νὰ γίνῃς ἐγγυήτρια πρὸς τὸν Υἱόν Σου, ὅτι πλέον δὲν θὰ μιάνω τὸ σῶμα μου, ἀλλ’ ὅταν ἐξέλθω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, θὰ ὑπάγω ὅπου μὲ ὁδηγήσῃς».