Εἶχον δὲ οἱ Μοναχοὶ ἐκεῖνοι συνήθειαν νὰ ἐξέρχωνται τὴν Καθαρὰν Δευτέραν ὅλοι ἀπὸ τὸ Μοναστήριον καὶ νὰ πηγαίνουν εἰς τὴν ἔρημον, ὁ καθεὶς χωριστά, ἔμεναν δὲ ἐκεῖ μέχρι τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων. Κατὰ τὴν συνήθειαν λοιπὸν τοῦ Μοναστηρίου ἐξῆλθε καὶ ὁ Γέρων Ζωσιμᾶς καὶ διῆλθε τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν μὲ ἄλλους Μοναχούς. Ἀφοῦ δὲ ἐχωρίσθη ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τοῦ ἦλθε λογισμὸς νὰ προχωρήσῃ εἰς τὴν ἐνδοτέραν ἔρημον, μήπως εὕρῃ ἄλλον τινὰ Γέροντα Ἀσκητήν, ἵνα ἀκούσῃ λόγον Θεοῦ ἀπὸ ἐκεῖνον. Ἐνῷ δὲ ἐβάδιζεν, ἔφθασεν ἡ ὥρα νὰ ἀναγνώσῃ τὴν Ἀκολουθίαν του καὶ σταθεὶς πρὸς Ἀνατολὰς προσηύχετο. Ἐκεῖ δὲ ὅπου ἐστέκετο, εἶδε νὰ ἐμφανίζεται σκιά τις ἀνθρωπίνου σώματος, νομίσας δὲ ὅτι ἦτο φαντασία δαιμονική, ἔκαμε παρευθὺς τὸν Σταυρόν του.
Ὅταν ἐτελείωσε τὴν Ἀκολουθίαν του, βλέπει φανερά, ὅτι περιεπάτει ἄνθρωπός τις πρὸς τὸ δεξιὸν αὐτοῦ μέρος, τὸ σῶμα τοῦ ὁποίου ἦτο μαῦρον κατὰ πολύ, διότι τὰ μαλλιά του ἦσαν ἄσπρα ὡσὰν βαμβάκι, πλὴν ἦσαν μικρὰ καὶ μόνον ἕως τὸν ὦμον ἔφθαναν. Εὐθὺς ὡς εἶδε τοῦτον ὁ Γέρων ἐχάρη κατὰ πολύ, διότι ἐπὶ τέλους εὗρεν ἐκεῖνον ὅπου ἐζήτει καὶ παρευθὺς ἤρχισε νὰ τρέχῃ ὀπίσω του. Ἐκεῖνος ὅμως, ὡς εἶδε τὸν Ζωσιμᾶν ὅτι τρέχει πρὸς αὐτόν, ἔφευγε περισσότερον· ἀλλ’ ὁ Ζωσιμᾶς, ἄν καὶ ἦτο γέρων, πλὴν ἔτρεχε ταχύτερον καὶ ὅταν τὸν ἐπλησίασε τόσον, ὥστε νὰ ἀκούεται φωνή, ἔκλαυσεν ὁ Γέρων καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον ὅπου ἐφαίνετο· «Διατί μὲ ἀποφεύγεις τὸν ἁμαρτωλόν, δοῦλε τοῦ Θεοῦ; Τί μὲ ἀπεχθάνεσαι τὸν γέροντα καὶ δὲν στέκεσαι νὰ μὲ εὐλογήσῃς; Στάσου διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, διότι εἶμαι γέρων καὶ δὲν δύναμαι νὰ σὲ ἀκολουθῶ». Αὐτὰ λέγων ὁ Γέρων καὶ τρέχων ἔφθασεν εἰς τόπον τινά, ὅστις ἦτο ὡς μικρὸς ξηροπόταμος, καὶ τότε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο κατῆλθε καὶ πάλιν ἀνῆλθεν, ὁ δὲ Γέρων ἐστάθη, μὴ δυνάμενος νὰ περάσῃ καὶ ἔκλαιε περισσότερον.
Τότε ἐκεῖνος, ὅστις ἐφαίνετο, ἀπελογήθη καὶ λέγει πρὸς τὸν Ζωσιμᾶν· «Συγχώρησόν μοι, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν· δὲν δύναμαι νὰ σταθῶ νὰ μὲ ἴδῃς, διότι εἶμαι γυνὴ γυμνή, ὡς μὲ βλέπεις· πλήν, ἐὰν θέλῃς νὰ σταθῶ, ρίψε μου τὸ ράσον σου, ἵνα ἐνδυθῶ καὶ τότε μὲ βλέπεις καὶ μοῦ δίδεις τὴν εὐχήν σου». Ὡς ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἤκουσεν ὅτι τὸν ἐκάλεσεν ἐξ ὀνόματος, ἐθαύμασεν, ἐννοήσας ὅτι πρόκειται περὶ ἀνθρώπου προορατικοῦ.