Ὁ κατὰ πλάτος Βίος καὶ Πολιτεία τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν ΜΑΡΙΑΣ τῆς Αἰγυπτίας.

Ἡ Ἁγία ἀπεκρίθη· «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, μὲ ἠρώτησες πρᾶγμα διὰ τὸ ὁποῖον φρίττω καὶ νὰ τὸ ἐνθυμοῦμαι, διότι ἐὰν σοῦ εἴπω τοὺς ὅσους πειρασμοὺς ὑπέμεινα καὶ ἔπαθα, φοβοῦμαι μήπως τοὺς πάθω καὶ πάλιν». Ἀλλ’ ὁ Γέρων τῆς λέγει· «Παρακαλῶ σε, δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, μὴ μοῦ κρύψῃς τίποτε, ἀλλὰ διηγήσου μου ὅλα διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ». Ἀπεκρίθη ἡ Ἁγία· «Πίστευσέ με, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, δεκαεπτὰ χρόνους ἔκαμα εἰς τὴν ἔρημον αὐτήν, ὅπου εἶχα πολλοὺς πειρασμοὺς ἀπὸ τὸν δαίμονα· διότι ὅταν ἤρχιζα νὰ φάγω, ἐνεθυμούμην τὸ κρέας καὶ τὰ ὀψάρια τῆς Αἰγύπτου, ἐνεθυμούμην τὸν οἶνον τὸν πολύν, ὅπου ἔπινα ἐκεῖ καὶ κατεκαίετο ἡ καρδία μου, διότι ἐδῶ οὐδὲ κἂν νερὸν δὲν εἶχον νὰ πίω. Ἐνεθυμούμην πάλιν τὰ ᾄσματα ὅπου ἤξευρα καὶ ἤρχιζα νὰ τραγουδῶ καὶ παρευθὺς ἐνεθυμούμην τὰς ἁμαρτίας μου καὶ τὴν Παναγίαν Παρθένον, τὴν ὁποίαν ἔβαλα ἐγγυήτριαν, καὶ μοῦ ἤρχοντο δάκρυα καὶ ἔκλαιον, ἡ ταλαίπωρος. Εὐθὺς τότε ἐπεκαλούμην τὴν Θεοτόκον καὶ ἀμέσως ἔλαμπεν ἔμπροσθέν μου φῶς περισσὸν καὶ ἐχάνοντο οἱ κακοὶ λογισμοί».

«Πῶς νὰ διηγηθῶ, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, τὴν φλόγα ὅπου ἔκαιε τὴν καρδίαν μου διὰ τὴν πορνείαν; Ὅταν ὅμως μοῦ ἤρχετο τοιοῦτος λογισμός, ἔπιπτα κάτω εἰς τὴν γῆν μὲ δάκρυα καὶ δὲν ἐσηκωνόμην, ἐὰν δὲν ἤθελα ἴδει ἐκεῖνο τὸ φῶς νὰ σκορπίσῃ τοὺς λογισμούς μου. Λοιπὸν μὲ τοιούτους πειρασμούς, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἠνωχλούμην κατὰ τοὺς δεκαεπτὰ ἐκείνους χρόνους· ἀπὸ τότε δὲ ἕως σήμερον, μὲ τὴν βοήθειαν τῆς Παναγίας μου, δὲν ἔχω κανένα πειρασμόν». Ἠρώτησε πάλιν ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς· «Καὶ πλέον δὲν ἐπεθύμησες νὰ ἔχῃς τροφὴν ἢ ἔνδυμα;». Ἡ δὲ Ἁγία ἀπεκρίθη· «Τοὺς ἄρτους, ὅπως σοῦ εἶπον, ἔφαγον εἰς τοὺς δεκαεπτὰ χρόνους καὶ ἀπὸ τότε τρέφομαι μὲ τὰ χόρτα τῆς γῆς ταύτης· τὸ ἔνδυμά μου δέ, τὸ πρῶτον ὅπου εἶχα, κατεστράφη καὶ ἔπεσε καὶ ᾐσθανόμην ψύχραν πολλὴν τὴν νύκτα καὶ πάλιν τὴν ἡμέραν εἶχον περισσὸν καύσωνα, τόσον ὥστε πολλὰς φορὰς ἔπιπτα κάτω ὡς ἀποθαμένη ἄλλοτε ἀπὸ τὸ πολὺ ψῦχος [1] καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὸν πολὺν καύσωνα, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ὅστις εἶπεν, ὅτι «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ’ 4, Λουκ. δ’ 4), αὐτὸς μὲ ἔθρεψε καὶ μὲ ἐσκέπαζε, διότι Αὐτὸς περιβάλλει τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις». Ὅταν ὁ Ζωσιμᾶς ἤκουσεν, ὅτι τοῦ ὡμίλησε περὶ θείων Γραμμάτων, τὴν ἠρώτησε· «Γνωρίζεις, Ἁγία, γράμματα; Ἤ σοῦ τὰ ἔδειξε κανείς;». Ἀπεκρίθη ἡ Ἁγία· «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐγὼ ἄνθρωπον ἀκόμη δὲν εἶδα τόσον καιρόν· οὔτε γράμματα γνωρίζω, Ἀββᾶ μου· ἀλλὰ ὁ Θεός, ὅστις δίδει τὴν γνῶσιν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, Ἐκεῖνος μοῦ διδάσκει τοὺς λόγους τούτους· παρακάλει λοιπὸν τὸν Θεόν, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, δι’ ἐμὲ τὴν ἁμαρτωλήν».


Ὑποσημειώσεις

[1] Διὰ τοῦτο καὶ ὁ τόπος ἐκεῖνος εἶναι ἔρημος, διότι ἡ διαφορὰ τῆς θερμοκρασίας μεταξὺ τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε καταστρέφει πᾶσαν ἰκμάδα ζωῆς.

[2] Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου τούτου Πατρὸς ἡμῶν Ζωσιμᾶ ἐπιτελεῖται κατὰ τὴν δʹ (4ην) Ἀπριλίου. Βλέπε περὶ τούτου ἐν σελίδι 87-89.