Ἀκόμη δὲ καὶ ἂν αἱ ἁμαρτίαι μας εἶναι ὡς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης, ἂς μὴ ἀπελπιζώμεθα, διότι καμμία ἁμαρτία δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ ἀποκλείσῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, οὔτε ὑπάρχει κανὲν σφάλμα, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ διορθώνεται μὲ τὴν μετάνοιαν. Διότι ὁ πανάγαθος Θεὸς δέχεται ἑνὸς ἑκάστου τὴν μετάνοιαν· μόνον ἂς ἐπιστραφῶμεν προθύμως μὲ ὅλην μας τὴν καρδίαν, ἂς μετανοήσωμεν καὶ ὁ Θεὸς μᾶς δέχεται, διότι εἶναι εὔσπλαγχνος καὶ πολυέλεος. Ἂς μὴ λέγωμεν δὲ ὅτι θὰ κάμωμεν ἁμαρτίας πολλὰς καὶ ὕστερον θέλομεν μετανοήσει, διότι ὅποιος πραγματεύεται οὕτω τὴν σωτηρίαν του, δὲν τὸν ἀξιώνει ὁ Θεὸς τῆς μετανοίας. Μήπως γνωρίζομεν ἐὰν μέλλῃ νὰ ἀποθάνωμεν ἀπόψε; Ἢ γνωρίζομεν τὴν ὥραν τοῦ θανάτου μας; Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος ἡμῶν ὁρίζει εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον· «Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται» (Ματθ. κδ’ 42). Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν γνωρίζομεν τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου μας, ἄς μὴ ὀκνοῦμεν διὰ τὴν σωτηρίαν μας, ἂς μὴ ἀμελοῦμεν διὰ τὸ καλὸν τῆς ψυχῆς μας, διότι ἡ ἀμέλεια ποτὲ καλὸν δὲν ἐπέτυχε, ποτὲ ἀγαθὸν δὲν συνεπλήρωσε, οὔτε σωματικὸν οὔτε ψυχικόν.
Καὶ ὅπως ὅταν ἀμελήσῃ κανεὶς τὸν ἀγρόν του, ἢ τὴν ἄμπελόν του καὶ δὲν τὰ καλλιεργήσῃ, καταστρέφονται ἀπὸ τὰς ἀκάνθας καὶ τὰ βότανα, οὕτω συμβαίνει καὶ εἰς τὴν ψυχὴν ἑκάστου Χριστιανοῦ. Ὅταν παραμελήσῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του, ἀπόλλυται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ἀπὸ λογισμοὺς κακούς, ἀπὸ νοήματα δαιμονικὰ καὶ ἀπὸ ἄλλας ἐνεργείας τοῦ πονηροῦ. Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ μὴ ἀμελοῦμεν τὸ καλὸν τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ μὴ λέγωμεν· «Σήμερον ἂς ἁμαρτήσωμεν καὶ αὔριον θέλομεν μετανοήσει· εἰς τὴν νεότητά μας ἂς κάμνωμεν ἁμαρτίας καὶ εἰς τὸ γῆρας μας θέλομεν μετανοήσει». Διότι ὁ τοιοῦτος λογισμὸς εἶναι τοῦ διαβόλου, ὅστις ποτὲ δὲν θέλει τὸ καλὸν τῆς ψυχῆς μας· ἐὰν εἰς τὴν νεότητά μας δὲν θέλωμεν νὰ μετανοήσωμεν, ὁπότε δυνάμεθα νὰ τελέσωμεν τὸν κανόνα τοῦ Πνευματικοῦ μας, πῶς θὰ μετανοήσωμεν εἰς τὸ γῆρας, ὁπότε ἀδυνατεῖ τὸ σῶμα μας; Τότε ὅπου δὲν δυνάμεθα οὔτε νὰ μετανοήσωμεν, οὔτε νὰ νηστεύσωμεν, οὔτε νὰ ἀγρυπνήσωμεν, οὔτε ἄλλον τινὰ κόπον νὰ κάμωμεν διὰ τὰς ἁμαρτίας μας;
Τώρα, ὅτε ἔχομεν τὸν καιρόν, ἂς μετανοήσωμεν· μάλιστα σήμερον ὅπου ἐκάμαμεν την ἁμαρτίαν, σήμερον ἂς τὴν ἐξομολογηθῶμεν· διότι, ὡς λέγει ὁ σοφὸς Σολομῶν· «Οὐ γὰρ γινώσκεις τὶ τέξεται ἡ ἐπιοῦσα» (Παροιμ. κζ’ 1). Δηλαδή, δὲν γνωρίζομεν τὶ θέλει μᾶς συμβῆ ἕως αὔριον.