Ἀλλ’ ὁ τοῦ Χριστοῦ Ἀθλητὴς εὐχαρίστως ὑπέμενε τοῦτο, παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ τὸν ἐνισχύσῃ εἰς τὸ νὰ τελειώσῃ ἐνδόξως τὸ Μαρτύριον. Κατόπιν ὁ κριτὴς τοῦ λέγει· «Ἆρά γε ποῖον ἀπὸ τὰ δύο σοῦ ἀρέσκει νὰ βασανίζεσαι τοιουτοτρόπως καὶ νὰ παραδοθῇς εἰς πικρὸν θάνατον, μόνον διὰ νὰ μὴ ἀρνηθῇς τὸν Χριστόν, ἢ νὰ ἀφήσῃς τὴν Πίστιν σου καὶ νὰ δεχθῇς τὴν ἰδικήν μας διὰ νὰ ἀποκτήσῃς πλούτη καὶ ἀξιώματα παρὰ τοῦ βασιλέως;».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ Μάρτυς ἀπεκρίθη πρὸς αὐτὸν μετὰ περισσοτέρας γενναιότητος, κηρύττων, λαμπρᾷ τῇ φωνῇ, ὅτι κανὲν πρᾶγμα δὲν δύναται νὰ τὸν χωρίσῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι δὲ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἐξουθένει τὴν τοῦ κριτοῦ θρησκείαν, ὁμοῦ μὲ τὰς τιμὰς καὶ τὰ ἀξιώματα τὰ ὁποῖα τοῦ ὑπέσχετο. Τότε ὁ κριτής, βλέπων τὴν παρρησίαν καὶ τὸ θάρρος τοῦ Μάρτυρος, καθὼς καὶ τὴν σταθερότητα τῆς γνώμης του, ἔκρινεν εὔλογον νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν καιρὸν νὰ συλλογισθῇ. Προστάξας δὲ νὰ τὸν δέσουν μὲ δύο ἁλύσεις καὶ νὰ τὸν ρίψουν εἰς φυλακήν, λέγει διὰ νὰ τὸν φοβίσῃ· «Ἰδοὺ ὅτι σοῦ δίδω καιρόν, διὰ νὰ στοχασθῇς ἕως τὴν αὐγήν. Ἂν ἴσως λοιπὸν πεισθῇς εἰς τὸ πρόσταγμά μου, θέλεις λάβει μεγάλας δωρεὰς καὶ τιμάς, εἰ δὲ μὴ θέλεις τελειώσει εἰς τὸ πῦρ τὴν ζωήν σου». Ὁ δὲ Μάρτυς μὲ τὴν ἰδίαν παρρησίαν πάλιν τὰ αὐτὰ ἀπεκρίθη. Ὅθεν ὁ κριτής, μὴ ὑποφέρων πλέον, ἐπρόσταξε νὰ ἀναφθῇ πυρὰ καὶ νὰ ριφθῇ ταχέως ἐπ’ αὐτῆς τὸ τοῦ Χριστοῦ σφάγιον. Τοῦτο πληροφορηθεὶς ὁ τότε Παναγιώτατος Πατριάρχης Ἱερεμίας μὲ τοὺς περὶ αὐτόν, ἀφοῦ συνεσκέφθησαν, ἔστειλαν ἀρκετὰ χρήματα εἰς τὸν κριτήν, παρακαλοῦντες αὐτὸν νὰ ἀναβάλῃ τὴν κατὰ τοῦ Ἁγίου ἀπόφασιν, ἕως οὗ παρέλθουν αἱ τῶν Χριστιανῶν ἑορτάσιμοι ἐκεῖναι ἡμέραι· ὃ καὶ ἐγένετο καὶ ἔμεινεν ὁ Μάρτυς εἰς τὴν φυλακὴν μέχρι τῆς Παρασκευῆς τῆς Διακαινησίμου.
Τὸ πρωῒ λοιπὸν τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἐξέβαλον τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ ἔφερον αὐτὸν ἔμπροσθεν τοῦ κριτοῦ, ὅστις παρεκίνει πάλιν τὸν Μάρτυρα νὰ ἀρνηθῇ τὴν Πίστιν τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ μὴ παραδοθῇ εἰς τὴν πυράν. Ἀλλ’ ὁ Μάρτυς, χαρᾶς ἀφράστου πλησθεὶς διὰ τὸ τοιοῦτον μήνυμα, ἔλεγε πάλιν μεγαλοφώνως· «Μὴ γένοιτό μοι νὰ ἀρνηθῶ τὸ γλυκύτατον καὶ σωτήριον ὄνομα τοῦ ἰδικοῦ μου Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι δι’ ἐμὲ πλοῦτος καὶ δόξα καὶ καύχημα τὸ νὰ πάθω δὲ ἐγὼ δι’ Αὐτόν, πιστεύω ὡς ἀπολύτρωσιν καὶ αἰώνιον ζωήν· δι’ ὅ ἐντραπῆτε ταλαίπωροι ἐγὼ εἰς τὸν Θεόν μου χαίρω καὶ εὐφραίνομαι καὶ ὁμοῦ μὲ τοὺς Ἀγγέλους Αὐτοῦ ψάλλω εἰς Αὐτόν».