Δηλαδὴ ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβὶμ νίπτει τοὺς πόδας τοῦ προδότου, διὰ νὰ σύρῃ εἰς τὴν ἀγάπην του τὸν προδότην καὶ σύ, ἄνθρωπε, δὲν καταδέχεσαι νὰ εἰρηνεύσῃς μὲ τὸν ἐχθρόν σου, διὰ νὰ ἀξιωθῇς νὰ ἔλθῃ μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ; Καὶ πῶς δὲν εἶσαι ἄξιος τῆς μελλούσης γεέννης, ἐφ’ ὅσον προτιμᾷς τὴν ἰδικήν σου ὑπερηφάνειαν περισσότερον ἀπὸ τὴν κοινωνίαν καὶ τὴν παρουσίαν καὶ τὸν ἁγιασμὸν τοιούτου Δεσπότου;
Λοιπόν, ὦ ἠγαπημένοι μου, διὰ νὰ φύγωμεν τὴν Ἰουδαϊκὴν ἀχαριστίαν, διὰ νὰ φανῶμεν ὅτι ἐγνωρίσαμεν σήμερον τὸ ἄπειρον πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἂς ἔλθωμεν εἰς ταύτην τὴν μυστικὴν τράπεζαν μὲ τὴν μετάνοιαν, μὲ τὴν κάθαρσιν, μὲ τὸν ἁγιασμόν, μὲ τὴν πραότητα, τὴν ὁποίαν μᾶς διδάσκει σήμερον ὁ μυστηριώδης οὗτος Νιπτήρ. Πρὸ τοῦ Δείπνου ἔπλυνεν ὁ Δεσπότης τοὺς πόδας τῶν Μαθητῶν, διὰ νὰ μάθῃς καὶ σὺ νὰ πλύνῃς μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας τὴν ψυχὴν καὶ τότε νὰ μεταλαμβάνῃς τοῦ Μυστικοῦ τούτου Δείπνου. Αὐτὸ τὸ ἴδιον σὲ διδάσκει καὶ ὁ παλαιὸς Νόμος, διὰ τοῦτο ἐπρόσταζε τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς λαϊκοὺς νὰ πλύνωσι πρότερον τοὺς πόδας καὶ τότε νὰ εἰσέρχωνται μέσα εἰς τὸν Ναόν. Τοῦτο ὑπαινίσσετο καὶ ὁ Μωϋσῆς, ὅταν μὲ γυμνοὺς πόδας ἦλθεν εἰς τὴν βάτον. Τοῦτο ἐσυμβόλιζον καὶ οἱ ἱερεῖς τῶν Αἰγυπτίων, ὅταν ἐθυσίαζον ὄχι μὲ δερμάτινα ὑποδήματα, ἀλλ’ ἐκ παπύρου κατεσκευασμένα. Τοῦτο ἠννόουν καὶ οἱ παλαιοὶ Ρωμαῖοι, ὅταν ἐγύμνωνον τοὺς πόδας ἀπὸ δερμάτινα ὑποδήματα. Ὅλαι αὐταὶ αἱ παλαιαὶ ἱστορίαι σὲ ἀναγκάζουσι πρῶτον νὰ ἐκδυθῇς τὴν νέκρωσιν τῆς ἁμαρτίας καὶ κατόπιν νὰ ἐγγίζῃς εἰς τὸ πῦρ τῆς Θεότητος, τὸ ὁποῖον μυστικῶς λάμπει καὶ ἀχωρίστως κατοικεῖ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν Ἱερὰν Κοινωνίαν.
Ἂς ἔλθωμεν λοιπόν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅλοι ὡς Μαθηταὶ καὶ ὄχι ὡς προδόται, ὡς φίλοι καὶ ὄχι ὡς ἐχθροί, ὡς εὐγνώμονες δοῦλοι καὶ ὄχι ὡς ἀχάριστοι. Μαθηταὶ ἐπὶ πλέον τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς καθαρότητος, τῆς ἀνυποκρίτου ἀγάπης, τῆς συμπαθητικῆς γνώμης τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ὡς μαθηταὶ τῆς σκληρογνωμοσύνης, τῆς ὑπερηφανίας, τῆς ἀχαριστίας τοῦ προδότου Ἰούδα, ἀπὸ τοῦ ὁποίου τὴν καταδίκην, τὴν μανίαν, τὴν ἀσέβειαν, τὴν σκληρότητα, ρῦσαι ἡμᾶς Σύ, ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης, καὶ ἀξίωσον μεταλαβεῖν τῶν Ἀχράντων Σου Μυστηρίων ἀξίως καὶ εὐγνωμόνως, εἰς ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς· ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν τῇ ἀφάτῳ Σου εὐσπλαγχνίᾳ καὶ Χάριτι, ἵνα δοξάζηται τὸ Πανάγιόν Σου ὄνομα εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.