Τοῦτο φανερώνει καὶ ἡ σημερινὴ σκληρότης τοῦ Ἰούδα, ἡ ὁποία καὶ ἠλείφθη καὶ ἐπλύθη ἀπὸ τὰς Δεσποτικὰς χεῖρας καὶ τὸ πλέον μεγαλύτερον καὶ ἀνήκουστον, ἐφιλήθη ἀπὸ τὸ Πανάγιον ἐκεῖνο στόμα τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ. Ἴσως καὶ ἂν δὲν ἠδύνατο ἡ σιδηρᾶ αὐτοῦ καρδία νὰ ἁπαλυνθῇ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πλύσιμον, ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ νίψιμον, τοὐλάχιστον νὰ ἁπαλυνθῇ καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ καμπτομένη ἀπὸ τὴν θερμότητα τῆς ἀπείρου ἀγάπης, ἡ ὁποία ἔβγαινε μέσα ἀπὸ τὰ πανάγια ἐκεῖνα χείλη, τὰ ὁποῖα τὸν ἐφίλησαν. Καὶ ὅμως καμμίαν μεταβολὴν δὲν εἶδε, παντάπασιν δὲν ἁπαλύνθη ἐκείνη ἡ λιθίνη καρδία, ἀλλὰ μάλιστα εἰς τὸ χεῖρον κατήντησεν. Ὑπάρχει ἆρά γέ τις ὅστις ἀκούων τὴν τόσην ἀγάπην τοῦ Δεσπότου νὰ μὴ τὴν θαυμάσῃ; Ὑπάρχει ἆρα γέ τις, ὅστις ἀκούων τὴν τόσην σκληρογνωμοσύνην, τὴν τόσην ἀπανθρωπίαν τοῦ Ἰούδα, νὰ μὴ τὴν μισήσῃ; νὰ μὴ τὴν βδελυχθῇ; ἢ νὰ θέλῃ νὰ εἶναι μαθητής του, νὰ εἶναι μιμητὴς τῆς τοιαύτης ἀσεβείας, τῆς τοιαύτης σκληρογνωμοσύνης ἐκείνου; Ὑπάρχει ἆρά γε καὶ ἀπὸ ἡμᾶς τις, ὅστις φαίνεται τόσον σκληρός, ὅστις νὰ μὴ δύναται νὰ ἁπαλυνθῇ, οὔτε νὰ ὑποταχθῇ εἰς τοὺς θείους νόμους; Ἀνίσως εἶναι καὶ ἄλλος δὲν τὸ γνωρίζω, πλὴν εἶναι βέβαια μαθηταὶ τῆς σκληρογνωμοσύτης τοῦ Ἰούδα, ἀκόλουθοι τοιούτου προδότου, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἑτοιμάζονται σήμερον νὰ μεταλάβωσιν τὸν πρᾳότατον ἐκεῖνον Δεσπότην, προτοῦ γνωρίσωσιν ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν ἰδικήν των ἀναξιότητα, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸ ὕψος καὶ τὴν τιμὴν τοῦ Παναγίου ἐκείνου Σώματος καὶ Αἵματος, εἶναι μαθηταὶ αὐτοῦ τοῦ Ἰούδα. Διότι καθὼς ἐκεῖνος δὲν ἐγνώρισε τίνα πωλεῖ, τίνος χεῖρες τοῦ ἔνιψαν τοὺς πόδας, τοιουτοτρόπως καὶ αὐτοί, μὴ διακρίνοντες τὸ Πανάγιον ἐκεῖνο Σῶμα καὶ Αἷμα, τὸ μεταλαμβάνουσι χωρὶς κάθαρσιν ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν.
Δὲν ἐγνώρισεν ὁ Ἰούδας, ὅτι αὐτός, ὅστις τοῦ νίπτει τοὺς πόδας, εἶναι ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ· καὶ διὰ τοῦτο ἠθέλησε νὰ τὸν προδώσῃ μὲ τόσην ὀλίγην τιμήν. Οὔτε γνωρίζει ὁ μνησίκακος, ὁ ἀδιάλλακτος, ὁ ὑπερήφανος, ὁ ἀμετανόητος αὐτός, ὅτι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος εἶναι τὸ τεθεωμένον καὶ Πανάγιον Σῶμα τῆς ἐνυποστάτου Σοφίας τοῦ Πατρός, καὶ διὰ τοῦτο τὸ καταφρονεῖ καὶ ἢ τὸ μεταλαμβάνει ἀναξίως ἢ ἀφήνει τὸν καιρὸν καὶ περνᾷ διὰ νὰ μὴ ζητήσῃ συγχώρησιν, διὰ νὰ μὴ κάμῃ διαλλαγήν, διὰ νὰ μὴ φανῇ ὅτι ταπεινώνεται εἰς τὸν ἐχθρόν του. Ὦ ἀσέβεια, ὦ Ἰουδαϊκὴ ἀχαριστία, κατὰ τῆς ὁποίας ὡς ἄλλος τις κεραυνὸς ἐπιπίπτει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, λέγων· «Ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβὶμ τοὺς πόδας ἔνιψε τοῦ προδότου, σὺ δέ, ἄνθρωπε, γῆ ὢν καὶ σποδὸς καὶ τέφρα, ἐπαίρει σεαυτὸν καὶ μέγα φρονεῖς; Καὶ πόσης οὐκ ἂν εἴῃς ἄξιος γεέννης;».