Λόγος εἰς τὸν ΙΕΡΟΝ ΝΙΠΤΗΡΑΝ, ἐκ τῆς «Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος» Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

 πλύνει τοὺς πόδας ἐκείνων, ὅπου μέλλουν νὰ κοπιάσωσι, διὰ νὰ προσκαλέσωσι σὲ νὰ ἔλθῃς εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ οὐρανίου Πατρός, καὶ μὲ τὸ στόμα τοῦ μεγαλοφωνοτάτου Ἡσαΐου σοῦ προεκήρυξεν αὐτό, λέγων· «Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην» (Ρωμ. ι’ 15, Ἡσ. νβ’ 7). Τοῦτο δὲν εἶναι σημεῖον τῆς ἀκροτάτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἰς ἡμᾶς; Ἀκόμη μάθε αὐτὸ καλλίτερον· γνωρίζεις, ὅτι ἀφοῦ σὺ ἔφυγες ἀπὸ τὴν βασιλικὴν αὐλήν, ἔπεσες εἰς μύρια ἄτοπα. Ἐμόλυνες τοὺς πόδας, δηλαδὴ τὴν ζωήν σου, μὲ πολλὴν καὶ διάφορον λάσπην τῆς ἁμαρτίας, ὅτι ἔγινες ὅλος διόλου ἕνα ἀπόρριμα, ἕνα σίκχαμα, ὡς ἐκ τούτου δὲν ἤσουν ἄξιος διὰ νὰ ἀνέβῃς εἰς ἐκείνην τὴν λαμπροτάτην αὐλὴν τῆς πρώτης σου ἀξίας.

Διὰ νὰ μάθῃς δέ, ὅτι «οὐκ Ἄγγελος, οὐκ ἄνθρωπος, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Κύριος ἔσωσεν ἡμᾶς», πλύνει σήμερον τοὺς πόδας ἐκείνους, ὅπου πατοῦσι τὴν γῆν, τοὺς καταβυθισμένους μέσα εἰς τὴν λάσπην τῶν ἁμαρτιῶν, διὰ νὰ ἔχῃς παρρησίαν. Τοῦτο δὲν εἶναι χαρακτὴρ μιᾶς ἀκροτάτης ἀγάπης; Ἄκουσε ὅμως τοῦτο ἔτι σαφέστερον. Δὲν γνωρίζεις, ὅτι διὰ μέσου τῆς κακῆς ἐκείνης συμβουλῆς τοῦ ὄφεως ἐχύθη τὸ δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας εἰς ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔλαβεν ὁ ἐχθρός σου τὸ δικαίωμα νὰ σὲ πτερνίζῃ διὰ δόλου καὶ νὰ σὲ ὁδηγῇ εἰς τὰ ἰδικά του θελήματα μὲ διαφόρους τρόπους τόσον, ὥστε πολλάκις νὰ θέλῃς καὶ νὰ μὴ δύνασαι νὰ περιπατῇς εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς; Ἐπιθυμοῦσα λοιπὸν ἡ ἄπειρος ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ δέσιμον, νὰ σοῦ ἐκβάλῃ ἐκείνην τὴν ἀδυναμίαν, νὰ σοῦ πλύνῃ ἐκεῖνο τὸ δηλητήριον τοῦ ψυχοφθόρου ὄφεως, πλύνει σήμερον τοὺς πόδας τῶν Μαθητῶν· σημεῖα ταῦτα τῆς ἀκροτάτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἰς ἡμᾶς.

Τὸ ἔργον τοῦτο τοῦ Κυρίου στοχαζόμενος ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, καὶ ἀποθαυμάζων ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὸ χρυσοῦν ἀποτέλεσμα τοῦ ἱεροῦ Νιπτῆρος, ἀφ’ ἑτέρου δὲ θεωρῶν τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὕψος τῆς Θεότητος καὶ ὡς νὰ ἐδειλίαζεν ὁ νοῦς του, πῶς νὰ δεχθῇ, πῶς νὰ συγχωρήσῃ τὸ γεγονός, ὅτι τοιοῦτον βασιλικὸν ἀξίωμα ἦλθεν εἰς τόσην ταπείνωσιν, παλαίων ἐπὶ ὥραν πολλὴν μὲ τὸν νοῦν του καὶ ὢν βεβυθισμένος μέσα εἰς τοιαύτας θεωρίας, τέλος ἐκβάλλει φωνὴν ἐκπλήξεως λέγων· «Τί καινόν, τὶ νεοφανὲς πρᾶγμα φαίνεται εἰς σέ, ὦ ψυχὴ τοῦ Αὐγουστίνου, ἀνίσως καὶ βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν Νιπτῆρα σήμερον ἐκεῖνος, ὅστις ἑτοιμάζεται αὔριον νὰ χύσῃ καὶ τὸ Αἷμά Του ἐπάνω εἰς τὴν γῆν;