Λόγος εἰς τὸν ΙΕΡΟΝ ΝΙΠΤΗΡΑΝ, ἐκ τῆς «Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος» Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ἦλθεν εἰς κάποιαν ἀνάγκην ὁ βασιλεὺς Ἰωσαφὰτ καὶ διὰ τοῦτο ἐζήτει νὰ εὕρῃ Προφήτην τινά, ἢ διὰ νὰ παρηγορήσῃ τὴν ἀνάγκην του, ἢ διὰ νὰ ἰατρεύσῃ τὴν λύπην του. Ἔρχεται εἷς δοῦλος του καὶ τοῦ λέγει· «Ὧδε (ἔστιν) Ἐλισσαιέ, υἱὸς Σαφάτ, ὃς ἐπέχεεν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας Ἠλιοῦ» (Δ’ Βασ. γ’ 11). Στέκεται ἐδῶ ὁ Θεοδώρητος μὲ μεγάλην ἀπορίαν καὶ λέγει· «Ἀνίσως καὶ ἦτο εἰς τὸν Ἐλισσαιὲ τόση δόξα μεγάλη, τόσον ὄνομα, τόση τιμή, τὸ ὅτι ἠξιώθη νὰ χύσῃ νερὸν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἠλιοῦ νὰ νίπτεται, ἀκολουθεῖ, ὅτι εἶχον εἰς μεγάλην ὑπόληψιν ἁγιότητος τὸν Ἠλίαν καὶ διὰ τοῦτο ἐτίμων καὶ εἶχον δι’ Ἁγίους ἀκόμη καὶ ἐκείνους, ὅπου ἔχυναν ὕδωρ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἠλιοῦ. Ἐπειδὴ δὲ τοῦτο εἶναι ἀληθές, πόση δόξα, πόση τιμή, πόσον καύχημα νομίζεις νὰ ἐδόθη εἰς τοὺς Ἀποστόλους καί, διὰ μέσου ἐκείνων, εἰς ὅλον τὸν εὐσεβῆ λαόν, ἐπειδὴ ἠξιώθη νὰ χύσῃ ὕδωρ ὄχι εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ, ἀλλὰ νὰ πλύνῃ νὰ σφογγίσῃ καὶ νὰ φιλήσῃ τοὺς πόδας του, ὄχι Προφήτης, ὄχι κανεὶς Ἐλισσαῖος υἱὸς Σαφάτ, ἀλλ’ ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ προανάρχου Πατρός, ὁ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός;

Τοῦτο τὸ προτέρημα, αὕτη ἡ εὐεργεσία, τοῦτο τὸ σημεῖον τῆς ἀγάπης ἔχει καμμίαν σύγκρισιν; Εὑρίσκεις καμμίαν ὁμοιότητα μὲ τοῦτο ἐπάνω εἰς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς; Ὁ Ἐλισσαῖος ὀνομαστός, ἔνδοξος καὶ ἔντιμος, ἐπειδὴ ἔχυνε νερὸν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἠλιοῦ· πόσῳ μᾶλλον ὁ Ἠλίας, πόσον περισσότερον οἱ Ἀποστολικοὶ πόδες, καὶ γενικῶς ὅλος ὁ εὐσεβὴς λαός; Ναί! σημεῖον τοῦτο ἀκροτάτης ἀγάπης τοῦ παναγάθου Θεοῦ καὶ μάλιστα ὅταν στοχασθῇς πόσα ἄλλα εἶναι κεκρυμμένα μέσα εἰς τοῦτο τὸ νίψιμον, τὸ ὁποῖον κάμνει σήμερον ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Πατρός. Ἤσουν, ναί, σύ, ὦ ἄνθρωπε, ἐχθρευμένος μὲ τὸν Θεόν, διωγμένος ὡς ἀποστάτης, μισητὸς ὡς ἀχάριστος δοῦλος καὶ ἀντὶ νὰ πέμψῃς σὺ πρέσβεις, νὰ βάλῃς μεσίτας διὰ νὰ εἰρηνεύσῃς, νὰ ἀγαπηθῇ μὲ τὸν ἰδικόν σου Βασιλέα, καθόσον ἀπὸ τὴν παντοδυναμίαν ἐκείνου κρέμαται ὅλον τὸ εἶναι σου, ἀπὸ τὴν σοφίαν καὶ πρόνοιαν αὐτοῦ ὅλη ἡ ὕπαρξίς σου, ἀπὸ τὰ πλούτη ἐκείνου ὅλη ἡ ἰδική σου τιμή, πέμπει Ἐκεῖνος, ὁ ἀνενδεὴς Θεός, πρέσβεις καὶ μεσίτας, διὰ νὰ εἰρηνεύσῃ μὲ σέ, τὸν δοῦλον.

Τοῦτο καὶ μόνον ἔφθανε νὰ σοῦ δώσῃ ἀφορμὴν νὰ γνωρίσῃς τὸ ἄπειρον πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον ἔχει πρὸς σέ· πλὴν αὐτὸς διὰ περισσοτέραν πληροφορίαν σου, διὰ νὰ γνωρίσῃς πόσον τιμᾷ τὴν ἰδικήν σου ἀγάπην, πόσον ὀρέγεται τὴν πρώτην σου δόξαν, κύπτει, κλίνει, φιλεῖ σήμερον τοὺς πόδας ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μέλλουν νὰ ἐξέλθωσι, διὰ νὰ ζητήσωσι σέ, τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον,