Λόγος εἰς τὸν ΙΕΡΟΝ ΝΙΠΤΗΡΑΝ, ἐκ τῆς «Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος» Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Τὶ παράδοξον νὰ πλύνῃ μὲ ὕδωρ σήμερον τὴν ἀκαθαρσίαν τῶν ἁμαρτωλῶν, δι’ ἐξαγορὰν τῶν ὁποίων μέλλει νὰ δώσῃ τὴν ἰδίαν Του ζωήν; Τί ξένον, ἀνίσως καὶ ἐκμάσσει διὰ τοῦ λεντίου, μὲ τὸ ὁποῖον ἦτο διεζωσμένος, ἐκεῖνος ὅστις μὲ τὴν ἰδίαν Του Σάρκα ἐστερέωσε τὰ ἴχνη τῶν Εὐαγγελιστῶν; Δὲν εἶναι παράδοξον, ὄχι, δὲν εἶναι. Ἀνίσως καὶ ἀποθέτει τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἡ ἀγάπη ἡ ἰδική μας ἐξέδυσε. Ἂς γυμνωθῇ λοιπόν, ἵνα διὰ τῆς ἰδίας του εὐσπλαγχνίας ἡμᾶς ἐνδύσῃ· ἂς ζωσθῇ μὲ τὸ λέντιον, ἵνα ἡμᾶς δι’ αὐτοῦ τὴν ἀθανασίαν ζώσῃ· ἂς νίψῃ ὄχι μόνον τοὺς πόδας, ἀλλὰ καὶ τὴν κεφαλήν, διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ τοὺς φίλους του ὄχι μόνον ἀπὸ τὰ σωματικὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰς πονηρὰς φαντασίας τοῦ νοός.

Πλύνε, ναί, νίψε, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, ὅλην Σου τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ γνωρίσῃ τὴν θερμήν Σου ἀγάπην, διὰ νὰ καταλάβῃ καὶ ἀπ’ αὐτὸ τὸ νίψιμον, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλά, τὸ ἄπειρον πέλαγος τοῦ ἐλέους Σου. Νίψε, καθάρισε, νοητὲ Νυμφίε τῶν ψυχῶν, καὶ ταύτην τὴν ἰδικήν σου αἰσθητὴν νύμφην, τὴν ψυχήν μου, διὰ νὰ δύναται νὰ λέγῃ μαζὶ μὲ τὴν νοητὴν νύμφην, τὴν Ἐκκλησίαν Σου, εἰς ὅσας φορὰς ἤθελε βαλθῆ ὁ πονηρὸς ὄφις νὰ τὴν παρακινῇ εἰς τὰ πρῶτα καὶ συνηθισμένα της πάθη· «Ἐξεδυσάμην τὸν χιτῶνα μου, πῶς ἐνδύσομαι αὐτόν;» (ᾌσμ. ε’ 3). Μὲ ἐνέδυσεν ὁ νοητὸς Νυμφίος μου βασιλεύς, μέσα εἰς τὸν Νιπτῆρα του, τὸ καθαρὸν ἔνδυμα τῆς ἀθωότητος καὶ πῶς πάλιν νὰ ἐνδυθῶ ἐκεῖνο τὸ πικρὸν τῆς παρακοῆς καὶ καταδίκης; Ἔνιψε τοὺς πόδας μου, πῶς νὰ μολύνω καὶ πάλιν αὐτούς; Ἔπλυνεν ὁ νοητός μου Νυμφίος τὸν μολυσμὸν τῆς πρώτης αἰσχύνης μου καὶ πῶς πάλιν νὰ πέσω εἰς τὸν ἴδιον ἐμετόν; Ὦ λόγια ἄξια νὰ τὰ ἔχῃ πᾶσα ψυχή, πᾶσα νύμφη τοῦ οὐρανίου Βασιλέως πάντοτε εἰς τὴν ψυχὴν καὶ εἰς τὸ στόμα, διὰ ν’ ἀποδιώκῃ, διὰ νὰ κατατροπώνῃ τὰς προσβολὰς τοῦ ἐχθροῦ της δαίμονος! Ὦ χρυσὰ ἀποτελέσματα τοῦ ἱεροῦ Νιπτῆρος, διὰ νὰ δώσωσιν ἀφορμὴν εἰς ἕνα ἕκαστον νὰ ἐννοήσῃ τὴν ἀκατανόητον ἀγάπην τοῦ οὐρανίου Βασιλέως Θεοῦ, διὰ τὴν ὁποίαν ἐπεθύμουν νὰ εὕρισκα παράδειγμά τι νὰ τὴν ὁμοιώσω καὶ δὲν εὑρίσκω παντάπασι. Διότι αἱ ἀγάπαι τῶν ἀνθρώπων, ὅσαι ἐστάθησαν ἀπὸ κτίσεως κόσμου μέχρι τοῦ νῦν, ἀνίσως καθ’ ὑπόθεσιν καὶ ἑνωθῶσιν ὅλαι εἰς μίαν, ἀντιπαραβαλλόμεναι πρὸς τὸν θεῖον ἔρωτα, ἔχουσι τόσην ὁμοίωσιν, ὅσην ἔχει ἡ σκιὰ τοῦ πράγματος μὲ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.