ἀλλ’ ἐπειδὴ σὺ μὲ κράζεις καὶ μὲ προσκαλεῖς, ἔρχομαι ἀκάθαρτος, νὰ καθαρισθῶ ἀπὸ Σέ, τὴν πηγὴν τοῦ ἁγιασμοῦ· ἄρρωστος, νὰ ἰατρευθῶ ἀπὸ Σὲ τὸν ἰατρὸν τῶν ψυχῶν· νεκρός, νὰ ἀναστηθῶ ἀπὸ Σὲ τὸν ἄρτον τῆς ζωῆς. Ἔρχομαι νὰ φωτισθῶ, νὰ ἁγιασθῶ, διὰ τοῦτο μάλιστα, διότι εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἀνάξιος· ἔρχομαι διὰ νὰ μὴ μακρύνω πάρα πολὺ ἀπὸ Σέ, καὶ μὲ κυριεύσῃ ὁ ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μου. Πάλιν ὁμολογῶ, ὅτι εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλὰ Σὺ ἦλθες διὰ νὰ σώσῃς ἁμαρτωλούς· «Ὤ Κύριε σῶσον δή!» (Ψαλμ. ριζ’ 25). «Ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (ἔνθ’ ἀνωτ.).
Μέρος Δεύτερον
ΕΔΩ εἶναι καὶ μία μεγάλη πλάνη τῶν Χριστιανῶν. Οὗτοι ὅταν κατ’ αὐτὰς τὰς ἁγίας ἡμέρας ἐξομολογηθῶσι καὶ μεταλάβωσι, νομίζουν ὅτι ἐπλήρωσαν πλέον τὸ χρέος καὶ ὅτι εἶναι πάλιν εἰς ἐλευθερίαν νὰ κάμωσι τὰ πρῶτα καὶ ἄλλα χειρότερα. Μεγάλη πλάνη, διότι μάλιστα ἀφ’ οὗ ἐξομολογηθῶσι καὶ μεταλάβωσι, τότε πρέπει νὰ πολιτεύωνται μὲ περισσοτέραν εὐλάβειαν καὶ προσοχήν. Τοῦτο προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν γνωρίζουσι τὶ θέλει νὰ εἴπῃ ἁγία Μετάληψις καὶ τὶ γίνεται μία ψυχή, ἀφ’ οὗ μεταλάβῃ.
Κατήρχετο ὁ Μωϋσῆς ἀπὸ τὸ Σίναιον ὄρος, βαστάζων εἰς τὰς χεῖράς του τὰς δύο πλάκας τῆς Διαθήκης, εἰς τὰς ὁποίας ἦτο γεγραμμένος ὁ Δεκάλογος καὶ τὸ πρόσωπόν του ἤστραπτεν ἀπὸ τόσον φῶς, ὥστε ὁ ἀδελφός του ὁ Ἀαρὼν καὶ ὁ λοιπὸς λαὸς τῶν Ἑβραίων δὲν ἠδύναντο νὰ τὸν ἴδωσιν, ἐκθαμβούμενοι ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν λάμψιν. Ὅθεν αὐτός, διὰ νὰ ἠμποροῦν ἐκεῖνοι νὰ τὸν πλησιάσωσιν, ἐσκέπασε τὸ πρόσωπόν του μὲ ἕνα κάλυμμα· «εἶδον οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸ πρόσωπον Μωϋσέως ὅτι δεδόξασται (καὶ ἐφοβήθησαν ἐγγίσαι αὐτῷ), καὶ περιέθηκε Μωϋσῆς κάλυμμα ἐπὶ τὸ πρόσωπον ἑαυτοῦ» (Ἐξ. λδ’ 30, 35). Ἀλλὰ πόθεν τόσον φῶς εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Μωϋσεως, ὥστε καθεὶς βλέπων αὐτὸ ἐθαμβώνετο; Ὁ Μωϋσῆς ἐπάνω εἰς τὸ Σίναιον ὄρος ἐστάθη πολλὰς ἡμέρας συνομιλῶν μὲ τὸν Θεόν, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν συνομιλίαν μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐπῆρεν ἐκείνην τὴν λάμψιν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐφαίνετο τόσον δοξασμένη ἡ ὄψις του. Μεγάλη διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ νὰ συνομιλῇ τις μὲ τὸν Θεὸν κατὰ τύπον καὶ ἐν αἰνίγματι, ὅπως ὁ Μωϋσῆς, καὶ τοῦ νὰ δέχεταί τις εἰς τὸ στόμα του καὶ εἰς τὸ στῆθός του ἀληθῶς καὶ πραγματικῶς αὐτὸν τὸν Θεόν, ὅπως ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μεταλαμβάνει.