Λόγος εἰς τὴν προσκύνησιν τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ ΣΤΑΥΡΟΥ, λεχθεὶς τῇ τρίτῃ Κυριακῇ τῶν ἁγίων Νηστειῶν, Δαμασκηνοῦ Ὑποδιακόνου τοῦ Στουδίτου, ληφθεὶς ἐκ τοῦ «Θησαυροῦ», διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ὅταν δὲ πάλιν μετὰ ταῦτα τὴν θέσωμεν εἰς τὸν δεξιὸν ὦμον καὶ ἔπειτα εἰς τὸν ἀριστερόν, ἐννοῦμεν, ὅτι ἀφότου ὁ Κύριος ἠλευθέρωσε τὰς ψυχὰς τῶν Δικαίων ἀπὸ τὴν κόλασιν ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ πάλιν μέλλει νὰ ἔλθῃ Κριτὴς ὅλου τοῦ κόσμου νὰ στήσῃ τοὺς μὲν Δικαίους εἰς τὸ δεξιὸν αὐτοῦ μέρος, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς εἰς τὸ ἀριστερόν. Διὰ τοῦτο παρακαλοῦμεν Αὐτὸν νὰ μὴ βάλῃ ἡμᾶς εἰς τὸ ἀριστερὸν αὐτοῦ μέρος, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ σταθοῦμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὸ δεξιόν του μὲ τοὺς Ἁγίους. Αὐτὸ σημαίνει ὁ Σταυρὸς ὅταν τὸν σημειώνωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας.

Διὰ τοῦτο, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ὀφείλομεν ὡς εἶναι πρέπον νὰ κάμνωμεν τὸν Σταυρόν μας, διὰ νὰ ἐνεργῇ καὶ ἡ δυναμίς του, ὅτι αὐτὸς ὁ Σταυρὸς ἐγλύκανε τὰ πικρότερα βότανα, ὥστε οἱ Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἔκαμνον τὸν Σταυρόν των, ἔπινον ἀβλαβῶς τὰ δηλητηριώδη ποτά. Διατί δὲ φαίνεται τοῦτο περίεργον; Ἐὰν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Μωϋσέως τὸ ξύλον ἐγλύκανε τὸ πικρὸν ὕδωρ τῆς Μερρᾶς, πόσον μᾶλλον ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ νὰ μὴ ἐνεργήσῃ τὰ μεγαλὺτερα; Ἀκούσατε δὲ καὶ πῶς ἐγλύκανε τὸ ξύλον τὸ ὕδωρ τῆς Μερρᾶς, διὰ νὰ γνωρίσητε, ὅτι τὸ ξύλον ἐκεῖνο τὸν Τίμιον Σταυρὸν προεικόνιζεν. Ὁ Μωϋσῆς ἀφότου διεπέρασε τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν, τοὺς ἐπῆγεν εἰς τόπον ἔρημον, ὅστις ὠνομάζετο Σούρ. Ἐκεῖ ἐβάδιζον ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας καὶ δὲν εὕρισκον ὕδωρ νὰ πίουν· φθάσαντες δὲ εἰς τόπον, ὅστις ὠνομάζετο Μερρᾶ, εὗρον εἰς αὐτὸν ὕδωρ, ἀλλ’ ἦτο πικρὸν κατὰ πολλά, τόσον ὥστε δὲν ἠδύνατο ἄνθρωπος νὰ τὸ βάλῃ εἰς τὸ στόμα του. Διὰ τοῦτο ἐπωνομάσθη καὶ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Πικρία.

Ἐγόγγυζον δὲ οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τοῦ Μωϋσέως καὶ ἔλεγαν· «Διατὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ δὲν μᾶς ἄφησες νὰ ἀποθάνωμεν ἐκεῖ εἰς τὸν τόπον μας; Τώρα δός εἰς ἡμᾶς ὕδωρ νὰ πίωμεν καὶ ἡμεῖς καὶ αἱ γυναῖκες καὶ τὰ τέκνα μας» (Ἐξ. ιε’ 23-25). Τότε παρεκάλεσεν ὁ Μωϋσῆς τὸν Θεὸν νὰ γλυκάνῃ τὸ ὕδωρ ἐκεῖνο· ὁ δὲ Θεὸς τοῦ ἔδειξε τεμάχιον ξύλου, τὸ ὁποῖον ὡς ἔβαλεν εἰς τὴν λίμνην ἐκείνην παρευθὺς ἐγλυκάνθη τὸ ὕδωρ. Διὰ τοῦτο ὅταν ἐναντιοῦται εἰς σὲ Ἑβραῖος τις καὶ λέγει· «Πῶς ὁ Σταυρὸς κάμνει τόσας ἐνεργείας;» εἰπὲ καὶ σὺ εἰς αὐτόν· «Πῶς τὸ ξύλον ἐκεῖνο ἐγλύκανε, τὸ ὕδωρ τῆς Μερρᾶς;».