Καλὴ μὲν εἶναι καὶ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου τούτου, καλὴ εἰς ἡμᾶς φαίνεται καὶ ἡ ἡδυπάθεια τοῦ σώματος, καλὴ καὶ ἡ πρόσκαιρη τούτη ζωή, ἐπειδὴ δῶρον Θεοῦ εἶναι. Ἀλλ’ ὅταν συλλογισθῶμεν τὴν μέλλουσαν ζωὴν καὶ χαράν, εὔκολα καταφρονοῦμεν τὰς χαρὰς τούτου τοῦ κόσμου. Ὅταν περιφράξωμεν τὸν ἑαυτόν μας μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, εὔκολα νηστεύομεν καὶ ἐγκρατευόμεθα. Διότι αὐτὸς ὁ Σταυρὸς εἶναι δύναμις καὶ στερέωμα τῶν ἀγαθῶν ὅλων, ἀπ’ αὐτὸν τελειώνονται ὅλα τὰ μυστήρια τῆς Πίστεώς μας, ἀπ’ αὐτὸν στεφανούμεθα, ἀπ’ αὐτὸν ἁγιαζόμεθα. Ὅταν θέλωσιν οἱ Ἱερεῖς νὰ λειτουργήσουν, ἢ οἱ Ἀρχιερεῖς νὰ χειροτονήσουν, μὲ αὐτὸν τὸν τίμιον Σταυρὸν πληρώνουν ὅλα τὰ μυστήρια. Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς κἂν εἰς ταξείδιον θέλομεν νὰ ὑπάγωμεν, αὐτὸν ἂς ἔχωμεν συνοδοιπόρον· κἂν εἰς τὸν οἶκόν μας εἴμεθα, αὐτὸν ἂς ἔχωμεν φύλακα· κἂν κοιμώμεθα, αὐτὸν ἂς ἔχωμεν ἐπιτηρητήν. Μακράν μας δὲν εἶναι. Ὁ καθεὶς Χριστιανὸς ἔχει πλησίον του τὸν Σταυρόν, πλὴν νὰ μὴ τὸν κάμνῃ ἀσυναισθήτως καὶ ἀπερισκέπτως, ὡς τὸν κάμνουν οἱ περισσότεροι, οἵτινες δὲν γνωρίζουν πῶς πρέπει νὰ τὸν κάμουν· ἀλλὰ νὰ τὸν κάμῃ ὅπως ἁρμόζει τίς τὸν εὐσεβῆ Χριστιανόν.
Ὑπάρχουν τινές, οἱ ὁποῖοι, ὅταν κάμουν τὸν Σταυρόν των, βάλλουν ἀδιαφόρως τὴν χεῖρα των εἴτε εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, εἴτε εἰς τὴν παρειάν, εἴτε εἰς τὴν σιαγόνα ἢ ὅπου φθάσωσιν. Ἀλλ’ εἰπέ μοι, ὅταν βάλῃς τὴν χεῖρά σου πρῶτον εἰς τὴν παρειάν, ἔπειτα εἰς τὸν δεξιὸν ὦμον, κατόπιν εἰς τὸν ἀριστερόν, καὶ εἶτα εἰς τὴν κοιλίαν, τότε τί Σταυρὸν ἔκαμες; Τὸ τοιοῦτον σημεῖον δὲν εἶναι Σταυρός, ἀλλὰ μᾶλλον παίγνιον. Ὁ καθεὶς εὐσεβὴς Χριστιανὸς ὀφείλει πρῶτον μὲν νὰ συνενώσῃ τὰ τρία αὐτοῦ δάκτυλα εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ μεγάλο δάκτυλον καὶ τὰ ἄλλα δύο, τὰ ὁποῖα συνέχονται τούτου, νὰ κλείσῃ δὲ τὰ δύο τελευταῖα. Ἔπειτα πρῶτον νὰ θέσῃ τὰ τρία αὐτὰ δάκτυλα εἰς τὸ μέτωπόν του, δεύτερον εἰς τὴν κοιλίαν του, τρίτον εἰς τὸν δεξιὸν ὦμον καὶ τέταρτον εἰς τὸν ἀριστερόν. Ὅταν κάμῃ οὕτω, τότε σημειώνει ἐπ’ αὐτοῦ τὸν ἀληθινὸν Σταυρόν. Ἀκούσατε δὲ ποῖον εἶναι τὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ. Ὅταν θέτωμεν τὴν χεῖρά μας εἰς τὸ μέτωπον, ἔπειτα δὲ τὴν κατεβάζομεν εἰς τὴν κοιλίαν, εἶναι ὡς νὰ λέγωμεν, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦτο καὶ εἶναι Θεός· διὰ δὲ τὴν ἰδικήν μας σωτηρίαν καὶ διὰ νὰ τὸν πιστεύσωμεν ἡμεῖς κατέβη ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ πάλιν κατῆλθε καὶ παρακάτω ἀπὸ τὴν γῆν, δηλαδὴ εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἠλευθέρωσεν ἀπὸ ἐκεῖ τὰς κολασμένας ψυχάς.