Ἐκεῖνος ὅστις ἀρνεῖται ἄλλον, ἢ ἀδελφὸν ἢ φίλον ἢ γείτονα, ἢ οἱονδήποτε ἄλλον ἄνθρωπον, κἂν ἴδῃ νὰ τὸν παιδεύουν ἢ νὰ τὸν φονεύουν, ἢ ἄλλο κακὸν νὰ τοῦ κάμουν, δὲν τὸν σκέπτεται, δὲν τὸν βοηθεῖ, δὲν τὸν λυπεῖται, ἐπειδὴ πλέον ἀπεχωρίσθη ἀπ’ αὐτοῦ. Οὕτω θέλει καὶ ὁ Θεὸς νὰ μὴ λυπούμεθα καὶ ἡμεῖς τὸ σῶμά μας· κἄν μᾶς μαστιγώνουν διὰ τὸ ὄνομά του, κἄν ἄλλο τί θλιβερὸν μᾶς κάμουν διὰ τὴν Πίστιν μας, νὰ μὴ τὸ σκεπτώμεθα οὐδόλως· αὐτὸ εἶναι τὸ νὰ ἀρνηθῇ κανεὶς τὸν ἑαυτόν του. Δὲν εἶπε δὲ ἁπλῶς «Ἀρνησάσθω», ἀλλ’ «Ἀπαρνησάσθω», δηλαδὴ παντελῶς καὶ τελείως ἂς ἀρνηθῇ τὸν ἑαυτόν του. Ἔπειτα ὁρίζει ἐν συνεχείᾳ «καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ», δηλαδὴ ἄς πάρῃ ἐπάνω του τὸν σταυρόν του.
Βλέπεις μὲ τὶ ὅπλον ἰσχυρὸν ἐνδυναμώνει ὁ μέγας Βασιλεὺς καὶ Θεὸς τὸν στρατιώτην του; Δὲν τοῦ δίδει θώρακα, οὔτε τόξον, οὔτε σπάθην, οὔτε ἀσπίδα, οὔτε ἄλλο τι ἀπὸ τὰ ὅπλα τῶν ἐπιγείων στρατιωτῶν. Ἀλλὰ τί; Τὸν Τίμιον καὶ Ἅγιον Σταυρόν. Αὐτὸς εἶναι καὶ μάχαιρα, αὐτὸς εἶναι καὶ ἀσπίς, αὐτὸς εἶναι καὶ τόξον, αὐτὸς εἶναι καὶ οἱονδήποτε ὅπλον χρειασθῆ ὁ εὐσεβὴς Χριστιανός. Καὶ ὅπως ἕκαστος βασιλεὺς προμηθεύεται ὅπλα καλὰ καὶ δίδει εἰς τοὺς στρατιώτας του, ὁμοίως καὶ ὁ Κύριος αὐτὸν τὸν Σταυρὸν ἔδωκεν ὅπλον εἰς ἡμᾶς καὶ μᾶς λέγει. Εἴδετε τὸν Σταυρόν μου πόσα ἠδυνήθη; Εἴδετε πῶς ἐνίκησε τὸν θάνατον; Πῶς κατεπάτησε τὴν δύναμιν τοῦ διαβόλου; Ἔχετε λοιπὸν καὶ σεῖς τοιοῦτον ὅπλον, ἂν θέλετε νὰ κάμετε καὶ σεῖς τώρα ὅσα ἔκαμα ἐγὼ καὶ μάλιστα περισσότερα, διότι «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἑγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει καὶ μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰωάν. δ’ 12).
Ποῖον λοιπὸν εἶναι τὸ νόημα τοῦ ὁρισμοῦ τὸν ὁποῖον δίδει, λέγων νὰ πάρῃ ἕκαστος ἐπάνω του τὸν σταυρόν του; Ὄχι βέβαια ὅτι ὁρίζει, νὰ κάμῃ ἕκαστος ἕνα Σταυρὸν ἀπὸ ξύλον καὶ νὰ τὸν βαστάζῃ εἰς τὸν ὦμόν του· διότι αὐτὸ ποῖον ὄφελος ἔχει; ἢ ποία ἀρετὴ εἶναι τὸ νὰ βαστάζῃ κανεὶς τὸν Σταυρὸν εἰς τὴν ράχιν του; Τί λοιπὸν σημαίνει τοῦτο; Αὐτὸ εἶναι ὡς νὰ λέγῃ εἰς ἡμᾶς· «Ἔχετε πάντοτε ἔμπροσθέν σας τὸν θάνατόν σας καὶ ὅπως ἐκεῖνος, ὅστις μέλλει νὰ σταυρωθῇ διὰ πταίσιμόν τι, βαστᾷ τὸν σταυρὸν εἰς τὸν ὦμόν του καὶ προχωρεῖ τρέμων πρὸς τὸν τόπον τῆς σταυρώσεως ἀναμένων ὡς βέβαιον κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν τὸν θάνατον, οὕτω καὶ σεῖς ἀναμένετε τὸν θάνατόν σας μετὰ τοιαύτης προσοχῆς, ὥστε νὰ μὴ ἐλπίζετε, ὅτι θέλει βραδυάσει, καὶ πάλιν τὴν νύκτα νὰ πιστεύετε, ὅτι δὲν θέλει σᾶς εὕρει ἡ ἡμέρα».