Τότε λοιπὸν ὁ Ἅγιος, χωρὶς νὰ ἀλλάξῃ τὸ εἶδος τοῦ προσώπου του, ἢ νὰ μεταβληθῇ ἐκ τοῦ φόβου ἡ γνώμη του, ἔκαμεν ἐπιτηδείαν τὴν ἀπόκρισιν εἰς τοὺς λόγους ἐκείνων, καὶ λέγει· «Ἐγὼ θεοὺς πολλοὺς δὲν γνωρίζω, ἀλλ’ οὔτε ὑπάρχουν κατ’ ἀλήθειαν. Πλανᾶσθε λοιπὸν σεῖς οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τιμᾶτε ἀπατεῶνας δαίμονας. Εἰς ἐμὲ γνωστὸς καὶ ἀληθὴς Θεὸς εἶναι ἕνας καὶ μόνον, ὁ Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν διὰ τὴν Πίστιν μου εἰς ἐκεῖνον, καὶ τὴν ὁμολογίαν μου, ὅστις θέλει νὰ μὲ πληγώνῃ, ἂς μὲ κατακόπτῃ· καὶ ὅστις θέλει νὰ μὲ δέρῃ ἂς μὲ καταξεσχίζῃ· καὶ ὅστις θέλει νὰ μὲ καίῃ, ἂς μὲ καταφλογίζῃ. Ἐκεῖνος δὲ πάλιν ὁ ὁποῖος κεντρώνεται ἀπὸ τοὺς λόγους μου τούτους, ἂς μοῦ ξερριζώσῃ τὴν γλῶσσαν ἐπειδὴ κάθε μέλος τοῦ σώματος τούτου, τὸ ὁποῖον φορῶ, χρεωστεῖ νὰ ὑποτάσσεται εἰς τὸν Κτίστην μου».
Ἐνικήθησαν οἱ τύραννοι ἀπὸ τοὺς λόγους τούτους τοῦ Μάρτυρος, καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ ὑπομείνωσι τὸ πρῶτον τοῦτο κτύπημα τοῦ γενναίου ἀνδραγαθητοῦ. Διότι ἔβλεπον ἕνα νέον, ὅστις ἠγάπα μὲ ὅλην του τὴν ἔφεσιν τὸ πάθος, καὶ ὁ ὁποῖος ἐπεθύμει νὰ ροφήσῃ, ὡσὰν γλυκὺ ποτήριον, τὸν θάνατον. Τότε ἐκεῖνοι ἔμειναν ὀλίγον ἀποροῦντες καὶ σκεπτόμενοι, τὶ νὰ κάμωσιν. Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ ἀξιωματικοὺς τοῦ στρατεύματος ὡμίλησε μὲ εἰρωνείαν περιγελῶν τὴν ἀπόκρισιν τοῦ Μάρτυρος, καὶ λέγει: «Θεόδωρε, ἔχει ὁ Θεός σου Υἱόν; Γεννᾷ καὶ ἐκεῖνος μὲ πάθος ἡδονῆς ὡσὰν ἄνθρωπος;». Ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος· «Ὁ ἰδικός μου Θεὸς μὲ πάθος ἡδονῆς δὲν ἐγέννησεν, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, ἀλλὰ καὶ Υἱὸν ὁμολογῶ, ὅτι ἐγέννησε, καί, καθὼς πρέπει εἰς Θεόν, κηρύττω τὴν γέννησιν. Σὺ ὅμως, ὦ παιδαριώδη εἰς τὸν νοῦν καὶ ἀναίσχυντε, δὲν ἐντρέπεσαι, νὰ πιστεύῃς εἰς θήλειαν θεάν, καὶ νὰ τὴν προσκυνῇς ὡς μητέρα δώδεκα παιδίων, ἕνα δαίμονα πολύγονον, ὡσὰν τοὺς λαγωούς, ἢ καλλίτερον νὰ εἴπω ὡσὰν τοὺς χοίρους, οἱ ὁποῖοι εὔκολα συλλαμβάνουσι καὶ γεννῶσιν;».
Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἀπέδωσε διπλοῦν τὸν ἐμπαιγμὸν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν εἰδωλολάτρην, προσεποιήθησαν οἱ τύραννοι, ὅτι εὐσπλαγχνίζονται τὸν Ἅγιον, καὶ λέγουσιν· «Ἂς δοθῇ ὀλίγος καιρὸς εἰς τὸν παράφρονα αὐτὸν διὰ νὰ συλλογισθῇ καὶ ἀφοῦ συλλογισθῇ, ἴσως ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ καλλίτερον». Οἱ ἀληθῶς παράφρονες, τὴν φρόνησιν τοῦ Μάρτυρος ὠνόμαζον ἀφροσύνην καὶ τὴν εὐλάβειαν εἰς τὸν Θεὸν ἐνόμιζαν παραφροσύνην, καθὼς οἱ μεθυσμένοι τὸ ἰδικόν των πάθος τὸ ἀποδίδουν εἰς τοὺς νηστικούς. Ἀλλ’ ὁ εὐλαβὴς οὗτος τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης, τὴν ἄδειαν τοῦ συλλογισμοῦ, ἡ ὁποία τοῦ ἐδόθη, τὴν μετεχειρίσθη δι’ ἀνδρεῖον ἀγῶνα. Ποῖος δὲ εἶναι αὐτὸς ὁ ἀγών; Καιρὸς εἶναι εἰς τὴν εὐλάβειάν σας νὰ δεχθῆτε μετὰ χαρᾶς τὴν διήγησιν.