Ποῖος ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς τιμᾶται μὲ τοσαύτην τιμήν, μὲ ὅσην τιμᾶται ὁ Ἅγιος; Ποῖος ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐφάνησαν θαυμαστοὶ εἰς τὸν κόσμον, δοξάζεται μὲ τοιαύτην δόξαν; Ποῖος ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐκυρίευσαν πόλεις τετειχισμένας, καὶ ὑπέταξαν ἔθνη ἄπειρα, εἶναι τόσον ὀνομαστός, ὅπως ὁ στρατιώτης οὗτος, ὁ πτωχός, ὁ νεοσύλλεκτος, τὸν ὁποῖον ὥπλισε μὲν ὁ θεῖος Παῦλος εἰς τὸν ἀγῶνα καὶ ἐνεθάρρυναν οἱ θεῖοι Ἄγγελοι, ὁ δὲ Χριστὸς ὡς νικητὴν ἐστεφάνωσεν; Ἐπειδὴ ὅμως ἐπλησιάσαμεν μὲ τὸ λόγον εἰς τοὺς ἀγῶνας τοῦ Μάρτυρος, ἄς ἀφήσωμεν τὴν διήγησιν τῶν προτερημάτων, τὰ ὁποῖα καὶ εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Μάρτυρας ἁρμόζουσι, καὶ ἂς διηγηθῶμεν ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἰς αὐτὸν μόνον ἀναφέρονται, διότι εἰς ἕνα ἕκαστον εἶναι ἀγαπητὸν τὸ ἰδικόν του.
Πατρὶς λοιπὸν τοῦ γενναίου τούτου Μάρτυρος εἶναι ἡ Ἀνατολή, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ὡσὰν τὸν Ἰὼβ ἦτο εἷς ἀπὸ τοὺς εὐγενεῖς τῆς Ἀνατολῆς. Καθὼς δὲ ἐκοινωνοῦσε μὲ τὸν Ἰὼβ εἰς τὴν πατρίδα, οὕτω δὲν ἔμεινεν ὀπίσω καὶ εἰς τὴν ὁμοίωσιν τῆς γνώμης καὶ τώρα εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην εἶναι κοινὸς Μάρτυς καὶ πολίτης. Οὗτος λοιπὸν ὁ μακάριος ἀφοῦ ἐστρατολογήθη ἐκεῖθεν, ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, καὶ κατετάγη εἰς τάξεις στρατιωτικάς, συνέπεσε νὰ προστάξουν οἱ στρατηγοὶ ὅπως τὸ στράτευμα, εἰς τὸ ὁποῖον ὑπηρετοῦσεν ὁ Ἅγιος, διαχειμάσῃ εἰς τὴν ἰδικήν μας γῆν. Ὡς ἐκ τούτου, ἦλθεν εἰς αὐτὴν καὶ ὁ Ἅγιος μὲ τὸ τάγμα του. Ἐπειδὴ ὅμως κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἠγέρθη αἰφνίδιος πόλεμος, ὄχι ἀπὸ ἐπιδρομὴν βαρβάρων, ἀλλ’ ἀπὸ νόμον σατανικόν, καὶ θεομισὲς πρόσταγμα, ἐκ τούτου ὅστις ἐγνωρίζετο ὅτι εἶναι Χριστιανὸς ἐσύρετο εἰς τὸν θάνατον.
Τότε λοιπὸν καὶ ὁ τρισμακάριος οὗτος Θεόδωρος, ἐπειδὴ ἦτο γνώριμος εἰς τὴν εὐσέβειαν, καὶ δὲν εἶχε σημειωμένην μόνον εἰς τὸ μέτωπον τὴν ὁμολογίαν, ἀλλὰ πανταχοῦ διεκήρυττε τὴν Πίστιν τοῦ Χριστοῦ, οὔτε δὲ καὶ νεοστράτευτος ἦτο εἰς τὴν ἀνδρείαν τὴν πνευματικὴν ἢ ἀρχάριος εἰς τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ πόλεμον, ἀλλ’ ἀνδρεῖος καὶ μεγαλόψυχος, διὰ τοῦτο ἀναδεικνύεται ἀνδρεῖος καὶ εἰς τοὺς κινδύνους καὶ ὄχι ταπεινωμένος ἤ πεφοβισμένος, ἀλλὰ μάλιστα μὲ πολλὴν ἐλευθερίαν λόγιος. Διότι ὅταν ὁ διάβολος ἤγειρε κατ’ αὐτοῦ τὸ πονηρὸν κριτήριον, καὶ ἡνώθησαν ὁ ἐξουσιαστὴς τοῦ τόπου, καὶ ὁ προεστὼς τοῦ στρατεύματος, ὅπως ποτὲ ὁ Ἡρώδης καὶ ὁ Πιλάτος, ἔφερον εἰς ὁμοίαν ἐξέτασιν τὸν δοῦλον τοῦ σταυρωθέντος Δεσπότου Χριστοῦ Θεόδωρον καὶ λέγουσι πρὸς αὐτόν· «Πόθεν ἀπέκτησες αὐτὴν τὴν αὐθάδειαν, νὰ ἀτιμάσῃς τὸν βασιλικὸν νόμον, καὶ νὰ μὴ προσκυνῇς τὰ εἴδωλα, κατὰ τὴν θέλησιν τῶν ἐξουσιαστῶν;».