Τοῦ ἐν Αγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νύσσης ἐγκώμιον, εἴτ’ οὖν μαρτύριον εἰς τὸν Ἅγιον Μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ ΘΕΟΔΩΡΟΝ τὸν ΤΗΡΩΝΑ.

Διότι ἡ ζωγραφικὴ τέχνη, παρ’ ὅλον ὅτι σιωπᾷ, ἔχει τὴν δύναμιν νὰ ὁμιλῇ ἀπὸ τῶν τοίχων, καὶ νὰ προξενῇ μεγάλην ὠφέλειαν εἰς τοὺς βλέποντας. Ἀλλὰ καὶ ὁ συναρμολογήσας καὶ ἐπιστρώσας τὸ δάπεδον τοῦτο τοῦ Ναοῦ ἄξιον διηγήσεως ἔργον ἐποίησεν.

Ὕστερον ἀφ’ οὗ ὁ φιλομάρτυς γλυκάνῃ τὴν ὄψιν του μὲ τὰ τοιαῦτα αἰσθητὰ τεχνουργήματα, ἐπιθυμεῖ ἐν συνεχείᾳ νὰ πλησιάσῃ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν θήκην τοῦ ἁγίου Λειψάνου, ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι καὶ ἡ ἁπλῆ εἰς αὐτὴν προσέγγισις καὶ ἐπαφὴ προξενεῖ ἁγιασμὸν καὶ εὐλογίαν. Ἐὰν δὲ δώσῃ τις εἰς τὸν τοιοῦτον φιλομάρτυρα καὶ κόνιν ἀπ’ ἐκείνην, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἐπάνω εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου, τὸ χῶμα ἐκεῖνο λαμβάνεται ὡς δῶρον, καὶ ἡ γῆ ἐκείνη ὡς πολύτιμον κειμήλιον τοῦ Ἁγίου φυλάσσεται. Ἐὰν μάλιστα δοθῇ εἰς τὸν τοιοῦτον φιλομάρτυρα ἡ ἐξουσία νὰ ἐγγίσῃ καὶ εἰς αὐτὸ τὸ ἅγιον Λείψανον, τὶ εἴδους πολυπόθητον καὶ ἀγαπητότατον εἶναι τὸ δῶρον αὐτό, τὸ γνωρίζουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι τὸ ἐδοκίμασαν, καὶ ἐχορτάσθησαν ἀπὸ τὴν τοιαύτην ἐπιθυμίαν. Διότι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι τὸ βλέπουν, τὸ ἀσπάζονται, ὡσὰν σῶμα ζωντανὸν καὶ τρυφερόν, καὶ τὸ πλησιάζουν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς των, εἰς τὸ στόμα των, εἰς τὰ ὦτα των, καὶ εἰς ὅλας τὰς αἰσθήσεις των. Ὕστερον ἀπ’ αὐτὰ χύνουσιν ἐπάνω εἰς τὸ ἅγιον ἐκεῖνο Λείψανον δάκρυα εὐλαβείας καὶ πόθου, διὰ νὰ μεσιτεύῃ ὑπὲρ αὐτῶν εἰς τὸν Θεόν, ὡς στρατιώτης του ὅπου εἶναι, καὶ ὡς δυνάμενος νὰ λαμβάνῃ τὰ χαρίσματα, ὅταν θέλῃ, μὲ τὴν μεσιτείαν του.

Ἀπ’ αὐτὰ ὅλα, εὐσεβέστατοι ἀδελφοί, γνωρίσατε, ὅτι ὁ θάνατος τῶν Ὁσίων τοῦ Θεοῦ εἶναι τίμιος ἐνώπιον αὐτοῦ. Μολονότι δὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἔχει τὴν σύστασίν του ἀπὸ τὴν ἰδίαν ζύμην, ὅμως τὸ σῶμα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον θὰ ἀποθάνῃ μὲ τὸν κοινὸν θάνατον, ἀπορρίπτεται ὡς εὐτελές τι καὶ ἀνεπιθύμητον ἀντικείμενον, ἐκεῖνο δὲ τὸ ὁποῖον χαριτωθῇ μὲ τὸ πάθος τοῦ Μαρτυρίου, τόσον εἶναι ἀγαπητὸν καὶ εὐχάριστον, ὅσον ἀνωτέρω τὸ περιεγράψαμε. Ἀπὸ τὰ φαινόμενα λοιπὸν πιστεύομεν καὶ τὰ μὴ φαινόμενα, ἀπὸ τὰ καλὰ αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἰς τὸν κόσμον τοῦτον δοκιμάζομεν, ἐννοοῦμεν καὶ τὰ μὴ βλεπόμενα. Πολλοὶ ὅμως ἄνθρωποι προτιμοῦν ἀπὸ ὅλα τὴν κοιλίαν των, καὶ τὴν κενοδοξίαν, καὶ τὰ παρόντα ἄχυρα. Αὐτοὶ δὲν νομίζουν διὰ τίποτε τὰ μέλλοντα. Μάλιστα θέλουν ὁμοῦ μὲ τὸ τέλος τῆς ζωῆς νὰ τελειώνωσι καὶ ὅλα τὰ πράγματα· ἀλλὰ σὺ (οἱοσδήποτε καὶ ἄν εἶσαι), ὅστις εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃς τοιαύτην γνώμην, μάθε, ἀπὸ τὰ μικρά, τὰ μεγάλα· ἐννόησον ἀπὸ τὰς σκιὰς τὴν ἀλήθειαν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ταῦτα λέγει ὁ Ἅγιος Νύσσης Γρηγόριος, διότι κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ὑπῆρχεν ἐπικρεμάμενος ὁ κίνδυνος τῆς ἀπὸ ἀνατολῶν ἐπιδρομῆς τῶν βαρβάρων.