ΕΥΚΑΙΡΟΝ νὰ εἴπω μετὰ τοῦ Δαβίδ· «καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου, ἀπὸ γὰρ τῶν κριμάτων σου ἐφοβήθην» (Ψαλμ. ριη’ 120). Ποῖον πρότερον καὶ ποῖον ὕστερον ἀπὸ τὰ μυστηριώδη κρίματα, ἅτινα φαίνονται εἰς τὴν σημερινὴν ἱστορίαν τοῦ Εὐαγγελίου νὰ συλλογισθῇ ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ μὴ θαυμάσῃ; Τὴν κάμινον τῆς φιλανθρωπίας τοῦ γλυκυτάτου μας Ἰησοῦ ἢ τὸ βάθος τῶν κριμάτων τῆς συγκαταβάσεως Αὐτοῦ; Τίς νὰ μὴ ἐκπλαγῇ, ὅταν βλέπῃ τὸν μονάρχην τοῦ παντός, τὴν Πηγὴν πάσης σοφίας, νὰ κάθηται πλησίον μιᾶς μικρᾶς καὶ γηΐνης πηγῆς; Τίς νὰ μὴ φοβηθῇ, ὅταν βλέπῃ τὴν ζῶσαν καὶ παρεκτικὴν πάσης ζωῆς Πηγὴν καθημένην εἰς μίαν νεκρὰν πηγήν; Τῆς χάριτος πάσης ἡ Πηγὴ συγκαταβαίνει νὰ καθίσῃ εἰς τὴν πηγὴν τοῦ ὕδατος καὶ τίς νὰ μὴ φρίξῃ; Εἰς τὴν πηγὴν τοῦ Ἰακὼβ ἔρχεται ἱδρωμένος, ἀπηυδησμένος ἀπὸ τὴν πολλὴν ὁδοιπορίαν ὥρᾳ ἕκτῃ ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἡμέρας, εἰς τὸ σφοδρότατον καῦμα τοῦ ἡλίου, ἡ Πηγὴ πάσης ἀναπαύσεως, διὰ νὰ εὕρῃ ἀναψυχήν, ἄνεσιν εἰς τοὺς κόπους καὶ ἱδρῶτας. Τίς λοιπὸν νὰ μὴ ἐκπλαγῇ εἰς τὴν τόσην τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ συγκατάβασιν;
Ἐὰν δὲ συλλογισθῇς ὄχι μόνον ὅτι πεζὸς ὁ ἀνενδεὴς Θεὸς περιπατεῖ τόσην ὁδοιπορίαν ἀλλὰ καὶ κάθηται πενιχρῶς, πτωχικῶς εἰς τὸ ἔδαφος τῆς γῆς, καὶ καταδέχεται ὄχι μόνον νὰ ἴδῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ συνομιλήσῃ μὲ γυναῖκα πόρνην καὶ νὰ ζητήσῃ ὕδωρ εἰς παρηγορίαν τῆς δίψης Του, ἡ τοσαύτη συγκατάβασις τίνος νοῦν καὶ ψυχὴν δὲν ἤθελε συνταράξει; Ποῖον δὲν ἤθελε παρακινήσει εἰς θαῦμα καὶ ἔκπληξιν; Κατεδέχθησαν πολλοὶ βασιλεῖς καὶ μεγιστᾶνες νὰ συνομιλήσωσι μὲ παραμικροὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κρύπτοντες πρότερον τὴν βασιλικὴν μεγαλοπρέπειαν ἐντὸς φορεμάτων πτωχικῶν καὶ ταπεινῶν, διὰ νὰ φαίνεται ὅτι τὸ ὅμοιον μετὰ τοῦ ὁμοίου συνομιλεῖ, τὸ σχῆμα τῆς πτωχείας καὶ τῆς ταπεινότητος, μὲ πενιχρὸν καὶ ἰδιώτην. Ἀλλ’ ἐδῶ εἰς τὴν σημερινὴν συγκατάβασιν ὁ Κύριός μας, ὕστερον ἀφ’ οὗ ἐζήτησεν ὕδωρ νὰ πίῃ, ἀφ’ οὗ συνωμίλησε μὲ τὴν πενιχρὰν καὶ πόρνην Σαμαρείτιδα, ἀφ’ οὗ ἔδειξεν ἑαυτὸν κοπιασμένον, ἱδρωμένον, πενιχρῶς καθήμενον, ζητεῖ ποικιλοτρόπως νὰ φανερώσῃ τὴν μεγαλοπρέπειαν τὴν ἐσωτερικήν, σπουδάζει ν’ ἀνοίξῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς πόρνης, νὰ ἴδῃ ποῖος Βασιλεὺς ἀνενδεὴς εἶναι Αὐτὸς ὅστις κάθηται οὕτω ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς γῆς, ποῖος μονάρχης τοῦ παντὸς εἶναι Αὐτὸς ὅστις μόνος ἄνευ τινὸς ὑπερασπιστοῦ κάθηται εἰς τὸ χεῖλος τῆς πηγῆς ὡς δοῦλος!