Αὐτὸ σοῦ κηρύττουσι καὶ τόσα ἄνθη, τόσα βότανα, τὰ ὁποῖα φυτρώνει ἡ γῆ εἰς καιρὸν τοῦ ἔαρος, ἐκεῖ ὅπου φαίνεται τὸν χειμῶνα γυμνὴ ἀπὸ κάθε στολήν, ἀπὸ κάθε καρπόν. Τὸ ἴδιον σοῦ δίδει νὰ γνωρίσῃς, ὅταν βλέπῃς τὸν χρυσοχόον, ὅστις μέσα εἰς τὸ χωνευτήριον ἀναβράζων τὴν χρυσῖτιν γῆν, ἐξάγει λαμπρὸν χρυσίον. Τὸ ἴδιον σὲ διδάσκουσι καὶ τὰ ἄλλα μέταλλα καὶ ὁ σίδηρος, καὶ ὁ μόλυβδος, καὶ ἡ ὕελος, καὶ ὅσα ἄλλα ἐξάγει ἡ δύναμις τοῦ πυρὸς ἀπὸ μίαν ἄμμον, ἀπὸ μίαν γῆν καταπατημένην. Καὶ λοιπὸν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ κάμῃ ἡ δύναμις τοῦ πυρός, δὲν δύναται ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ; Ἐκεῖνος ὅστις μὲ ἕνα νεῦμα Του ἐδημιούργησε τόσας μυριάδας Ἀγγέλων, ἀνθρώπου σῶμα νὰ ἀναστήσῃ δὲν δύναται; Ναί, βεβαιότατον καὶ ἀναμφίβολον πρᾶγμα εἶναι τῆς παρούσης ἁγίας ἡμέρας τὸ χαρμόσυνον μυστήριον.
Καὶ λοιπὸν ἂς τὸ τιμήσωμεν μὲ ἔργα λαμπρά, μὲ ἔργα θεάρεστα, ἂς δείξωμεν πραγματικῶς, ὅτι πιστεύομεν ὁτι ἑορτάζομεν σήμερον ζωῆς ἀνακαίνισιν. Ἂς νικήσωμεν κάθε σατανικὸν θέλημα, διὰ νὰ φανῶμεν καὶ μὲ τὸ ἔργον ὅτι ἑορτάζομεν νίκην θανάτου. Ἂς στολίσωμεν ὄχι ἑλληνικῶς μὲ λαμπρὰ φορέματα τὸ σῶμα, ἀλλὰ μὲ λαμπρὰ ἔργα τὴν ψυχὴν χριστιανικῶς. Ἂς ἀποδώσωμεν, κατὰ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον «τῇ εἰκόνι τὸ κατ’ εἰκόνα», τὴν πρώτην στολὴν τῆς ψυχῆς, τὴν πρώτην ἀθωότητα. Ἂς τιμήσωμεν τὸ ἀρχέτυπον· καὶ τοῦτο γίνεται, ὅταν μιμηθῶμεν τοῦ Πλάστου Θεοῦ τὰ φιλάνθρωπα σπλάγχνα, τὸ μεγαλόδωρον εἰς τὰ χαρίσματα, τὸ συμπαθητικὸν εἰς τοὺς ἀδικήσαντας, τὸ εἰρηνικὸν εἰς τοὺς ἐχθροὺς καὶ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον γενώμεθα ὡς ὁ Χριστός, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἐγένετο ὡς ἡμεῖς. Ἂς γένωμεν θεοὶ μὲ τὴν ἐλεημοσύνην, μὲ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς δι’ ἀγάπην Ἐκείνου, ὅστις ἔγινε δι’ ἡμᾶς ἄνθρωπος. Ἂς λαμπροφορέσωμεν μὲ πλούσια ἔργα· ἂς στολίσωμεν τὴν ψυχὴν σήμερον, διὰ τὴν ἀγάπην Ἐκείνου, ὅστις ἔγινε πτωχὸς δι’ ἡμᾶς· ἂς ἀποδιώξωμεν σήμερον μέσα ἀπὸ τὴν καρδίαν μας πᾶσαν δουλικὴν ἐπιθυμίαν δι’ ἀγάπην Ἐκείνου, ὅστις ἔλαβε δούλου μορφήν, διὰ νὰ τιμήσῃ ἡμᾶς μὲ τὴν πρώτην ἐλευθερίαν.