Λόγος εἰς τὴν Λαμπροφόρον Ἡμέραν τοῦ ΑΓΙΟΥ ΠΑΣΧΑ, ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ἀγαλλιασώμεθα λοιπὸν καὶ εὐφρανθῶμεν εἰς τὴν κοινὴν ἐλευθερίαν, εἰς τὴν ὄντως λαμπροφόρον ἡμέραν. Δὲν εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ὅπου νὰ τυραννῇ καὶ νὰ συγχίζῃ τὴν ἀνθρώπινον ζωὴν ὡσὰν τὸν φόβον. Αὐτὸς κάμνει τὸν ἄνθρωπον νὰ περιπατῇ πάντα συλλογισμένος, νὰ ζῇ πάντα λυπημένος, νὰ ὑπνώττῃ πάντα τεταραγμένος. Αὐτὸς ὁ φόβος εἶναι ὅπου νικᾷ ἀκόμη καὶ ἐκείνους ὅπου εἶναι περιτριγυρισμένοι μὲ πολλὰ ἄρματα, καθὼς διαβάζομεν εἰς τὰς ἱστορίας, ὅτι Κλέαρχος ὁ βασιλεὺς τοῦ Πόντου παρακινημένος ἀπὸ τὸν φόβον ἐκλείσθη μέσα εἰς μίαν μολυβδίνην θήκην, νεκρὸς προτοῦ νὰ χωρισθῇ ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος ἀπὸ τὸν φόβον. Αὐτὸς τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἀρτέμονος κατεβάρυνε μὲ πολλὰς περικεφαλαίας, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὰ βέλη τῶν κεραυνῶν.

Τυραννικὸν πρᾶγμα ὁ φόβος· ἔχει φύσιν εἰς καιρὸν γαλήνης νὰ σχηματίζῃ ζάλην θαλάσσης, εἰς καιρὸν ὑγείας, ἀσθενείας. Μάταια καὶ ἀνωφελῆ τὰ πλούτη ἐκεῖ ὅπου εἶναι φόβος. Δουλεύει καὶ ὑποτάσσεται κάθε ἐλευθερία, παρακινημένη ἀπὸ τὸν φόβον· μία ὀλίγη ρανὶς, φαίνεται ἕνας κατακλυσμός· κάθε παραμικρὸς ἦχος τοῦ ἀέρος, μία μεγάλη βροντή. Ἐκεῖ ὅπου κυριεύει ὁ φόβος, κάθε ὑπήκοον πιστότατον ὑποπτεύεται, ὅτι μέλλει νὰ ἀποστατήσῃ. Πᾶσα ἀληθινὴ φιλία φαίνεται πῶς μελετᾷ ἀποστασίαν· κάθε κῆπος γεμᾶτος ἀπὸ ἄνθη φαίνεται ἕνα δάσος γεμᾶτον ἀπὸ λῃστάς. Καὶ νὰ εἰπῶ μὲ ὀλίγα λόγια, τύραννος ἀπόκρυφος τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς ὁ φόβος, ἀπονεκρώνει τὰ μέλη, κόπτει τοὺς χρόνους, προμαντεύεται τοὺς κινδύνους. Πάντοτε τοιοῦτος σκληρὸς τύραννος ὁ φόβος καὶ μάλιστα εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐξόδου.

Τότε, ὅταν φθάσῃ ἡ ὥρα ἐκείνη ἡ φοβερὰ καὶ ὁλοϋστερινὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, παίρνει περισσοτέραν δύναμιν ὁ φόβος. Τότε κατατυραννεῖ τὴν ψυχὴν ὑπέρ ποτε ἄλλοτε καὶ μὲ τὴν ἐνθύμησιν τῶν περασμένων καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν μετὰ ταῦτα ἐρχομένων. Εἰς τὴν ἐξουσίαν τοιούτου τυράννου εὑρίσκετο ὑποτεταγμένον ὅλον τὸ πλῆθος τόσον τῶν Δικαίων, ὅσον καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ ὅταν ἐζοῦσαν, ἀπὸ τὸν κοινὸν φόβον ἦσαν κυριευμένοι, τῆς κοινῆς καταδίκης, καὶ εἰς τὸν καιρὸν τοῦ θανάτου μὲ πολὺν φόβον καὶ τρόμον ἐχωρίζοντο ἀπὸ τούτην τὴν ζωήν, ἐπειδὴ κανεὶς δὲν εἶχε πληροφορίαν εἰς ποῖα τάρταρα τοῦ ᾍδου θέλει καταντήσει, ποῖος σκοτεινὸς καὶ ἀπαρηγόρητος τόπος τῆς γῆς θέλει τὸν δεχθῆ.