Λόγος εἰς τὴν Λαμπροφόρον Ἡμέραν τοῦ ΑΓΙΟΥ ΠΑΣΧΑ, ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

ΕΙΚΟΝΑ
Ψη­φι­δω­τὸν τῆς Ἱ. Μονῆς Ὁ­σί­ου Λου­κᾶ Στει­ρί­ου
Λε­βα­δε­ί­ας. Ἔρ­γον Ι­Αʹ αἰ­ῶ­νος.

ΤΙΣ ἔχει πρόσωπον νὰ τὸ εἴπῃ; Τίς λόγους νὰ τὸ ἀποδείξῃ; Ὅτι δὲν εἶναι διαφορετικὴ ἡ ἡμέρα τῆς νυκτός; Δὲν ἔχει τὰ πρωτεῖα; Δὲν ὑπερέχει ἀσυγκρίτως; Φθάνει νὰ ἀκούσῃς φῶς καὶ σκότος, εἰκόνα Παραδείσου καὶ σκιὰν τοῦ θανάτου, καὶ παρευθὺς ἐγνώρισες πόσην διαφορὰν ἔχει ἡ ἡμέρα ἀπὸ τὴν νύκτα. Καὶ ἀνίσως ἁπλῶς κάθε ἡμέρα εἶναι διαφορετικὴ συγκρινομένη μὲ τὸ σκότος τῆς νυκτός, πολλῷ μᾶλλον τούτη ἡ λαμπροφόρος ἡμέρα ὑπερβαίνει καὶ νικᾷ κάθε ἄλλην πανήγυριν. Ἐπειδὴ ἀνίσως ἄλλη χαρμόσυνος ἡμέρα μᾶς φέρει ἑνὸς Μυστηρίου καθ’ ὑπόθεσιν χαράν, τούτη εὐαγγελίζεται εἰς ἡμᾶς τῶν Μυστηρίων ἁπάντων τὴν τελείωσιν. Ποία ἄλλη ἡμέρα ἔχει νὰ μετρᾷ μὲ τόσα Μυστήρια τὸ διάστημά της, ὡσὰν τούτη, τῆς ὁποίας τὰ χαρμόσυνα ἔργα εἶναι περισσότερα παρὰ αἱ στιγμαὶ ὅπου ἔχει; Ποία ἄλλη ἡμέρα ἀνέτειλε τόσον πολύ, τόσον δραστικὸν φῶς, ὅπου νὰ ἔχῃ δύναμιν, ὄχι μόνον νὰ χαροποιήσῃ, νὰ φωτίσῃ, νὰ λαμπρύνῃ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, τὰς καρδίας τῶν ζώντων, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ τῶν ἀπ’ αἰῶνος νεκρῶν; Ποία ἄλλη ἡμέρα ἀνέτειλεν εἰς ἡμᾶς τοιοῦτον χαροποιὸν φῶς, ὥστε νὰ φθάση ἕως καὶ εἰς τὰ καταχθόνια τοῦ ᾍδου, νὰ διασκεδάσῃ ἐκεῖνο τὸ παχύτατον σκότος ὅπου ἐκυρίευσε μὲ μίαν θλιβερὰν νύκτα τὸ πλῆθος ὅλον τῶν προπατόρων μας;

Ὢ ἡμέρα ὄντως λαμπρά, ἐπειδὴ ἀνέτειλεν εἰς ἡμᾶς τὴν παντελῆ ἐρήμωσιν τοῦ ᾍδου· ἡμέρα χαρμόσυνος, ὡσὰν ὅπου ὄχι μόνον τῶν ζώντων παύει τὰ δάκρυα καὶ τοὺς ἀναστεναγμούς, ἀλλὰ μάλιστα τῶν ἀπὸ κτίσεως κόσμου νεκρῶν. Ποία ἄλλη χαρμόσυνος ἡμέρα, ὡσὰν αὐτὴν κατὰ τὴν ὁποίαν εἴδομεν τόσας μυριάδας φυλακισμένους, ἐλευθερωμένους; Ποία ἄλλη μεγαλυτέρα χαρὰ ὡσὰν νὰ ἴδῃς τὴν ἐξολόθρευσιν, τὸν κρημνισμόν, τὸν παντελῆ ἀφανισμὸν τοῦ τυράννου, τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως; Ἀγαλλιασώμεθα λοιπὸν καὶ εὐφρανθῶμεν εἰς τοιαύτην ἡμέραν· διότι ἰδοὺ ὅπου μετεβλήθησαν οἱ σταυροὶ εἰς τρόπαια, μετεγύρισαν οἱ ἐπιτάφιοι θρῆνοι εἰς χαρμόσυνα ᾄσματα. Δὲν στάζουσι πλέον αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ αἱ ἄκανθαι, ἀλλὰ τῆς Ἀναστάσεως τὰ εὐωδέστατα ρόδα ἐβλάστησαν. Δὲν εἶναι πλέον σκυθρωπὸν τοῦ πολυϋμνήτου Ἰησοῦ τὸ πρόσωπον μὲ τοὺς ἐμπτυσμοὺς καὶ μάστιγας, ἀλλὰ λαμπρότερον καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν αἰσθητὸν ἥλιον. Δὲν κρεμᾶται πλέον νεκρὸς εἰς τὸν Σταυρὸν ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου, ἀλλὰ θριαμβεύει κατὰ τοῦ θανάτου ὁ ἀθάνατος. Μὲ τὴν ἰδικήν Του τριήμερον Ἀνάστασιν προκηρύττει εἰς ἡμᾶς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τὴν ἀνάστασιν.