Λέγει πάλιν ὁ τύραννος· «Θυσίασε, ταλαίπωρε, νὰ λυτρωθῇς ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ ν’ ἀπαλλάξῃς καὶ ἡμᾶς ἀπὸ τὰς φροντίδας· ἀλλ’ ὡς φαίνεται, αὐτὰ τὰ παιδία, τὰ ὁποῖα σὲ ἀκολουθοῦσι, σὲ φέρουσιν εἰς ὑπερηφάνειαν καὶ δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἐννοήσῃς ποῖον εἶναι τὸ συμφέρον σου».
Ἠκολούθουν δὲ τότε τὸν Ἅγιον καὶ ἐδιδάσκοντο ὑπ’ αὐτοῦ τὴν εὐσέβειαν τρία παιδία, ἀδελφοὶ κατὰ σάρκα, παιδία κατὰ τὴν ἡλικίαν, ἀλλ’ ἔχοντα φρόνημα γεροντικόν· διότι ἐξεπαιδεύοντο ὁμοῦ μὲ τὴν εὐσέβειαν καὶ εἰς πᾶσαν ἀρετήν, τὰ ὁποῖα, ἂν καὶ εὑρισκομένου τοῦ διδασκάλου των εἰς τὰ δεσμὰ καὶ εἰς κίνδυνον θανάτου, αὐτὰ τὰ εὐλογημένα δὲν ἀπεμακρύνοντο ἀπ’ αὐτοῦ. Εἶπεν ὅθεν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν τύραννον νὰ δοκιμάσῃ τὴν γνώμην τῶν παιδίων καὶ νὰ γνωρίσῃ τὴν γενναιότητα καὶ τὴν ἔνθεον κλίσιν τὴν ὁποίαν ἔχουν εἰς αὐτόν. Ἐπρόσταξε τότε ὁ ἀσεβὴς καὶ ἔφεραν τὰ παιδία ἐντὸς τοῦ θεάτρου καὶ πρῶτον τὰ ἠρώτησεν ἐὰν ἔχουν μητέρα, ἐκεῖνα δὲ ἀπεκρίθησαν· «Ἔχομεν μητέρα, ἔχομεν καὶ τὸν διδάσκαλόν μας Βαβύλαν, τὸν ὁποῖον εὐλαβούμεθα καὶ ἀγαπῶμεν καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα μας περισσότερον. Διότι ἡ μὲν μήτηρ μας μᾶς ἐγέννησε κατὰ σάρκα, ἀλλ’ ὁ διδάσκαλός μας Βαβύλας μᾶς ἀνεγέννησε πνευματικῶς, διότι καὶ πρὸς μάθησιν τῶν καλῶν μᾶς παρακινεῖ καὶ πρὸς εὐσέβειαν μᾶς ἐκπαιδεύει καὶ πρὸς ψυχικὴν ὅλων σωτηρίαν μᾶς ὁδηγεῖ».
Ὁ δὲ παράνομος βασιλεὺς ἔστειλεν εὐθὺς καὶ ἔφεραν ἔμπροσθέν του τὴν μητέρα τῶν παιδίων καὶ τὴν ἠρώτησε πῶς ὀνομάζεται, καὶ ἐὰν εἶναι μήτηρ ἐκείνων τῶν παιδίων. Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο, ὅτι ὀνομάζεται Χριστοδούλη καὶ ὅτι ταῦτα τὰ παιδία εἶναι καρπὸς τῆς κοιλίας της, τὰ ὁποῖα ἀφιέρωσεν ὡς δῶρα εἰς τὸν Θεόν, διὰ μέσου τοῦ ἁγίου διδασκάλου Βαβύλα καὶ εἶμαι βεβαία, εἶπεν, ὅτι θέλει παρασταθῆ ὁμοῦ μὲ αὐτὰ εἰς τὰ βασίλεια τοῦ οὐρανοῦ. Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἀχρεῖος Νουμεριανὸς ἤναψεν ὅλος ἀπὸ τὸν θυμὸν καὶ προστάσσει τοὺς ὑπηρέτας νὰ τὴν κτυποῦν σκληρότατα εἰς τὸ πρόσωπον καὶ νὰ λέγουν πρὸς αὐτήν· «Μάνθανε νὰ μὴ ὁμιλῇς ἐμπρὸς εἰς τὸν βασιλέα μὲ αὐθάδειαν». Τὰ δὲ παιδία, βλέποντα μαστιγουμένην τὴν μητέρα των, ἔκραζον· «Ὄντως ἀπώλεσε τὸν νοῦν του ὁ βασιλεὺς καὶ διεφθάρη τὰς φρένας, ἐπειδὴ μὲ τὸ νὰ εἶπεν ἡ μήτηρ μας τὴν ἀλήθειαν, ἀδίκως μαστιγοῦται». Ταῦτα ἀκούων ὁ ἀσύνετος βασιλεὺς καὶ ἀνακαινίσας τὸν θυμόν, προστάσσει νὰ δώσουν εἰς τὸν πρῶτον παῖδα ραβδισμοὺς δώδεκα, καὶ εἰς τὸν δεύτερον ἐννέα, καὶ εἰς τὸν τρίτον ἑπτά, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἡλικίας των δερόμενα δὲ τὰ παιδία ἐδόξαζον τὸν Θεὸν καὶ ἐπεθύμουν νὰ εἶναι εἰς τὴν φυλακὴν ὁμοῦ μὲ τὸν διδάσκαλόν των Βαβύλαν.