Ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ λέγει· «Ἐγώ, βασιλεῦ, ποτέ μου δὲν ἐθάρρησα οὔτε ἤλπισα εἰς καμμίαν ἐπίγειον δύναμιν, ὅλον μου δὲ τὸ θάρρος καὶ ἡ ἐλπὶς ἦτο καὶ εἶναι εἰς τὸν οὐράνιον Βασιλέα, τὸν ἀληθινὸν Θεόν, αὐτὸς καὶ μὲ κατέστησε ποιμένα προβάτων λογικῶν καὶ δὲν μοῦ ἐπιτρέπει νὰ κοιμῶμαι εἰς τὴν ἐπιδρομὴν τοῦ λύκου. Ἐγὼ γνωρίζω κάλλιστα, ὅτι εἶναι μεγάλη τόλμη καὶ αὐθάδεια νὰ ὑβρίζῃ τις τὸν βασιλέα· δὲν ὕβρισα λοιπὸν τὴν βασιλείαν σου, ἀλλὰ σὲ ἠμπόδισα ἀπὸ τὴν ὕβριν ὅπου ἔμελλες νὰ κάμῃς εἰς τὰ ἅγια· καὶ εἰς τοῦτο μάλιστα, βασιλεῦ, ἔπρεπε νὰ μοὶ γνωρίζῃς μεγάλην χάριν, ὅτι σὲ ἠμπόδισα ἀπὸ τοιοῦτον κακὸν καὶ βλαβερὸν ἐπιχείρημα, διὰ τὸ ὁποῖον ἤθελες περιπέσει εἰς ὀργὴν θεϊκὴν καὶ νὰ καταντήσῃς εἰς τὰ βάραθρα πικροτάτων τιμωριῶν».
Τότε λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον ὁ βασιλεύς· «Ἀντὶ νὰ ζητῇς μὲ ταπείνωσιν συμπάθειαν δι’ ἐκεῖνα εἰς τὰ ὁποῖα αὐθαδίασες εἰς τὸ κράτος μου, σὺ ἀκόμη μᾶς χλευάζεις καὶ περιγελᾷς;». Καὶ ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη· «Ἐγὼ ὄχι τὴν βασιλείαν σου, ἀλλὰ οὔτε τὸν πλέον μικρότατον δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ περιγελάσω, ἐπειδὴ πᾶς ἄνθρωπος εἶναι πλάσμα καὶ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ὅταν ὁ κίνδυνος εἶναι διὰ τὸν Θεόν…». Περικόψας ὅμως ὁ τύραννος τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου τοῦ λέγει· «Ἄφες τοὺς πολλοὺς αὐτοὺς λόγους καὶ ἐὰν θέλῃς νὰ σὲ συμπαθήσω διὰ τὸ τόλμημά σου ἐκεῖνο, θυσίασον εἰς τοὺς ἀθανάτους θεούς». Ὁ Ἅγιος ὅμως συνέχισε τὴν ἀπολογίαν του εἰς τὴν πρώτην κατηγορίαν τοῦ βασιλέως, τελειώσας δὲ τὴν ἀπολογίαν προσέθεσεν, ὅτι τώρα πλέον εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑποστῇ διὰ τὴν τιμὴν τοῦ Θεοῦ οἱονδήποτε κίνδυνον.
Διὰ δὲ τὴν θυσίαν ἀποκριθεὶς ὁ Μάρτυς εἶπε· «Δὲν εἶναι δυνατόν, βασιλεῦ, νὰ ἀφήσω τὸν ζῶντα Θεὸν καὶ νὰ λατρεύσω εἴδωλα, τὰ ὁποῖα καὶ νὰ ὀνομάσῃ μόνον θεοὺς αἰσχύνεται ἐκεῖνος, ὅστις θέλει νὰ εἶναι εὐσεβής». Τοῦ λέγει καὶ πάλιν ὁ τύραννος· «Ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔλεγον πρότερον, αὐτὰ σοῦ λέγω καὶ τώρα· ἄφες τὴν πολυλογίαν καὶ θυσίασε εἰς τοὺς θεούς, εἰ δὲ καὶ δὲν κάμῃς τὸν λόγον μου, θέλει σὲ ἀφανίσει τὸ κράτος μου». Πρὸς ταῦτα ἀπεκρίθη ὁ Ἀθλητής· «Ἐγώ, βασιλεῦ, πολλὰ ἐπεθύμουν νὰ σὲ ἐξαγάγω ἀπὸ τὸ σκότος αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐκάλυψε τὸν νοῦν σου, μήπως ἤθελες ἀπαλλαγῆ, ταλαίπωρε, ἀπὸ ἐκείνας τὰς αἰωνίους κολάσεις, αἱ ὁποῖαι σὲ ἀναμένουν. Ἀλλὰ τώρα βλέπω, ὅτι δὲν φθάνει ὅτι ἔχεις νὰ ὑπάγῃς σὺ εἰς τὴν ἀπώλειαν, ἀλλὰ προσπαθεῖς νὰ ἀπολέσῃς καὶ ἄλλους καὶ αὐξάνεις τὸ πῦρ τῆς γεέννης ἐναντίον σου, ἄθλιε· ὅμως φοβερὸν εἶναι τὸ νὰ πέσῃ τις εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος, νὰ ἀποφύγῃ δὲ κανεὶς τὴν ὀργήν του εἶναι παντελῶς ἀδύνατον».