Καὶ οἱ τοῦ κριτοῦ ὑπηρέται ἐν τῷ ἅμα ἔβαλον εἰς ἔργον τὴν ἀπόφασιν· ἐθαύμασεν ὅμως πολλὰ ὁ δικαστὴς διὰ τὴν μεγαλοψυχίαν καὶ ἀνδρείαν τοῦ Μάρτυρος καὶ διὰ τὴν τόλμην, μὲ τὴν ὁποίαν τοῦ ἀπεκρίνατο· πλὴν ἐσκανδαλίσθη πρὸς τὸν μουφτῆν καὶ τοῦ ἐμήνυσεν· «Εἰς τοιαῦτα πράγματα δίδεις φετφᾶν καὶ γινόμεθα χαμερπεῖς;». Ὁ μουφτῆς εἶπεν, ὅτι «τὸ μετενόησα καὶ ἐγὼ καὶ ἐζήτουν νὰ τὸν εὕρω διὰ νὰ λάβω ὀπίσω τὸν φετφᾶν, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπέτυχον».
Ἐκεῖ εἰς τὴν φυλακὴν ἦτο δέσμιος καὶ εἷς νέος, ὅστις ἔμελλε νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴν· εἰς τοῦτον παρέδωσεν ὁ Μάρτυς τὸν σταυρόν, τὸν ὁποῖον εἶχεν εἰς τὸν τράχηλόν του, διὰ νὰ μὴ τὸν καταπατήσουν περιπαίζοντες οἱ ἀλλόπιστοι καὶ ὀλίγα χρήματα, τὰ ὁποῖα ἐκράτει ἐπάνω του, λέγων εἰς αὐτόν· «Δὸς ταῦτα εἰς τοὺς Ἱερεῖς καὶ εἰπὲ εἰς αὐτοὺς νὰ παρακαλοῦν τὸν Θεὸν νὰ μὲ στηρίξῃ».
Τῇ ἐπαύριον, τῇ αὐτῇ ὥρᾳ, τὸν ἔβγαλαν τὸν εὐλογημένον ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ ἔστησαν αὐτὸν ἐμπρὸς εἰς ὅλους, μουφτῆν, Ἐμὶρ ἐφέντην, Βοϊβόδαν καὶ ἄλλους, διὰ νὰ γίνῃ λαμπροτέρα δηλαδὴ ἡ ὁμολογία τοῦ Μάρτυρος. Τὸν ἐρωτοῦν ὅθεν ἀπ’ ἀρχῆς, ἂν ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ ἂν μετενόησε δι’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶπεν. Ὁ Μάρτυς ἀπεκρίθη χαρούμενος· «Ἐγὼ εἰς τὸν ἑαυτόν μου εἶμαι, τὸν νοῦν μου τὸν ἔχω καὶ ζητῶ καὶ διψῶ τὸν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν Χριστόν μου καὶ δὲν τὸν ἀρνοῦμαι ποτέ· μή μοι γένοιτο, Χριστὲ Βασιλεῦ, νὰ σὲ ἀρνηθῶ τὸν πλάστην μου». Πάντες οἱ ἐξουσιασταὶ ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον καὶ τὴν πρώτην φορὰν τοῦ εἶπεν ὁ κριτής, ὅτι «ἀφοῦ θέλεις νὰ εἶσαι ἄπιστος, πήγαινε ὅπου θέλεις, δὲν σὲ ἐμποδίζει κανείς». Ἀλλ’ ὁ Μάρτυς ἠρνεῖτο λέγων, ὅτι ἤθελε νὰ ἐπιστρέψῃ τὴν σφραγῖδα, τὴν ὁποίαν τοῦ εἶχον δώσει, ἤτοι τὴν περιτομήν. Ἐκεῖνοι τοῦ λέγουν νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν νοῦν του καὶ νὰ σκεφθῇ καλῶς, ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη καὶ πάλιν ὅτι ἔχει σώας τὰς φρένας, ὅτι τὸν θάνατον δὲν τὸν φοβεῖται καὶ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει γνῶσιν πρέπει νὰ ὑπερμαχῇ διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ ὄχι διὰ τὴν ἀσέβειαν (τοῦτο τὸ εἶπεν εἰς ἀραβικὴν γλῶσσαν). Ἐκεῖνοι δὲ ἀκούοντες τοῦτο ἐθαύμασαν, καὶ τοῦ ἐπρότειναν νὰ τὸν νυμφεύσουν καὶ νὰ τοῦ δώσουν χρήματα πολλά, ἀλλ’ ἐκεῖνος θεωρῶν πάντα ταῦτα ὡς ματαιότητα ἠρνήθη λέγων, ὅτι τὸν Ἰησοῦν θέλει καὶ διὰ τὸν Ἰησοῦν εἶναι πρόθυμος νὰ ἀποθάνῃ.