Τότε καθαρώτερα τοῦ λέγει ὁ Μάρτυς· «Σήμερον εἶναι δέκα ἔτη ποὺ μὲ ἐγέλασες καὶ μὲ ἔκαμες καὶ ἠρνήθην τῃν πίστιν μου καὶ μοῦ ἔδωκες τὴν ἰδικήν σου, κάμνων με Τοῦρκον· ἐγὼ ἔφυγα καὶ ἐπέρασα μέσα εἰς τὴν Φραγκίαν (τοῦτο εἶπε διὰ νὰ μὴ ἐνοχοποιήσῃ τοὺς Χριστιανοὺς) καὶ ἐκεῖ μοῦ εἶπον, ὅτι ἔχω νὰ κολασθῶ, διότι ἠρνήθην τὴν πίστιν μου· τώρα ἦλθον καὶ σοῦ δίδω ὀπίσω τὴν σφραγῖδα ποὺ μοῦ ἔδωκες διότι θέλω νὰ ἀποθάνω Χριστιανός». Τοῦ λέγει ὁ κριτής· «Ἐγὼ δὲν δὲ γνωρίζω οὔτε σὲ εἶδον ποτέ, πῶς λέγεις, ὅτι ἐγὼ σὲ ἐτούρκευσα;». Ὁ Μάρτυς ἀπεκρίθη· «Ναί, δὲν μὲ εἶδες ἄλλην φοράν, ἀλλὰ εἰς αὐτὸν τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον σὺ τώρα κάθησαι, πρότερον σοῦ ἐκάθητο ἄλλος ὅμοιός σου· ὅ,τι ὅθεν ἦτο ἐκεῖνος εἶσαι καὶ σὺ καὶ διὰ τοῦτο θεωρῶ καὶ ἐγὼ ὅτι σὺ μὲ ἔκαμες τοιοῦτον». Τοῦ λέγει ὁ κριτής· «Παιδί μου, ἐπειδὴ θέλεις νὰ εἶσαι ἄπιστος, πήγαινε ὅπου θέλεις καὶ ὡς θέλεις ζῆσε. Φράγκος, Ἀρμένιος, ὅ,τι θρησκείαν θέλεις, ἐκείνην κράτει». Ὁ Μάρτυς τοῦ λέγει· «Ὄχι, Χριστιανὸς θέλω νὰ εἶμαι». Τοῦ λέγει πάλιν ὁ κριτής· «Πήγαινε ὅπου θέλεις». Καὶ ὁ Μάρτυς· «Ὄχι, τὸ σημεῖον τοῦτο τὸ ὁποῖον ἔβαλες ἐπάνω μου δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ βλέπω καὶ διὰ τοῦτο ἦλθα νὰ σοῦ τὸ ἐπιστρέψω». Σημεῖον δὲ ἠννόει ὁ Μάρτυς τῆς σαρκὸς τὴν περιτομήν, ὅτι ἀπὸ αὐτὸ γνωρίζονται οἱ τῆς θρησκείας αὐτῶν ὀπαδοί. Ὁ κριτὴς τότε τοῦ λέγει· «Μήπως ἔχασες τὸν νοῦν σου;». Ὁ δὲ Μάρτυς ἀπαντᾷ· «Ὄχι ἐγὼ τὸν νοῦν μου τὸν ἔχω καὶ ἠξεύρω τί λέγω».
Τότε ὁ κριτὴς ἤρχισε νὰ τὸν ἐρωτᾷ διὰ τὴν καταγωγήν του καὶ διὰ τὸν τρόπον, τὸν χρόνον καὶ τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκετο ὅταν ἠρνήθη τὴν πίστιν του καὶ ἠσπάσθη τὸν μωαμεθανισμόν. Συγχρόνως ἤρχισεν ἄλλοτε νὰ τὸν κολακεύῃ καὶ ἄλλοτε νὰ τὸν ἀπειλῇ μὲ βασανιστήρια καὶ θάνατον, ἐλπίζων ὁ ἀνόητος μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νὰ πείση τὸν Μάρτυρα νὰ μὴ ἐπιμένῃ. Ἀλλ’ ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς εἰς ὅλας τὰς ἐρωτήσεις καὶ τὰς νουθεσίας τοῦ κριτοῦ ἀπεκρίνετο μὲ παρρησίαν, ὅτι ἀρνεῖται τὴν θρησκείαν των, ὅτι τὰ βασανιστήρια οὐδόλως τὸν τρομάζουν καὶ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀρνηθῇ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἦτο πρόθυμος νὰ ὑποστῇ κάθε τιμωρίαν καὶ βάσανον καὶ αὐτὸν τὸν θάνατον. Προστάζει λοιπὸν ὁ κριτὴς νὰ τὸν βάλουν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας του εἰς τὸ ξύλον καὶ σίδηρα εἰς τὸν λαιμόν του.