Τῇ ΚΕ’ (25ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ, θυγατρὸς Παφνουτίου τοῦ Αἰγυπτίου.

Ὅταν ἔφθασεν ἡ τελευταία ὥρα τῆς Ὁσίας Εὐφροσύνης, ἐκάλεσεν αὕτη τὸν Παφνούτιον καὶ τοῦ εἶπεν· «Ἐπειδὴ ὁ Παντοδύναμος Θεὸς ᾠκονόμησε τὰ κατ’ ἐμὲ ὡς ἠθέλησε καὶ μὲ ἠξίωσε νὰ τελειώσω τὴν καλήν μου πρόθεσιν, τώρα δὲ ἀπέρχομαι εἰς τὴν αἰώνιον ἀγαλλίασιν διὰ νὰ λάβω τὸν ἡτοιμασμένον μοι στέφανον, σήμερον θέλω νὰ σὲ ἀπαλλάξω τῆς φροντίδος. Ὅθεν γίνωσκε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ θυγάτηρ σου, καὶ διὰ νὰ μὴ μὲ ἐμποδίσῃς ἤλλαξα σχῆμα, καὶ μὲ ἐβοήθησεν ὁ Θεός, καὶ ᾠκονόμησε νὰ μὴ μὲ γνωρίσῃς, καὶ πάλιν τώρα σὲ ἔφερε, διὰ νὰ μὲ ἴδῃς, νὰ παρηγορηθῇς καὶ νὰ ἐνταφιάσῃς τὸ σῶμα μου. Ὅταν ἦλθον ἐδῶ εἰς τὴν Μονήν, ὑπεσχέθην τοῦ Ἡγουμένου, ὡς ἔχουσα πλοῦτον πολύν, ἐὰν ὑποφέρω ἕως τέλους, νὰ ἀφιερώσω αὐτὸν εἰς τὴν Μονήν. Λοιπὸν δέομαί σου, ἐκπλήρωσον τὴν ὑπόσχεσίν μου, δὸς εἰς τοὺς Πατέρας ὅσα ἤθελες νὰ δώσῃς εἰς ἐμέ, ὅτι εἶναι πολλοὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι». Ταῦτα δὲ εἰποῦσα, παρέδωκε τὴν ψυχὴν αὐτῆς εἰς χεῖρας Θεοῦ.

Ὁ Παφνούτιος, ἐκπλαγεὶς διὰ τὸ ἀπροσδόκητον τοῦ πράγματος, ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν ὡς νεκρὸς ἄφωνος καὶ ἄλαλος. Ὁ δὲ Ἀγάπιος, ἀκούσας τὰ διατρέξαντα, ἔδραμε καὶ τὸν ἐρράντισε μὲ ὀλίγον ὕδωρ εἰς τὸ πρόσωπον, ἀφοῦ δὲ συνῆλθε, τὸν ἠρώτησε τί ἔπαθεν. Ὁ δὲ ἔκλαιε λέγων· «Ἄφες με νὰ ξεψυχήσω, ὅτι εἶδον θαῦμα ἐξαίσιον». Εἶτα ἀναστάς, ἔβρεχε τὸ ἅγιον λείψανον μὲ τὴν ροὴν τῶν δακρύων καὶ ἔλεγεν· «Οἴμοι, τέκνον γλυκύτατον! διατί δὲν μοὶ τὸ ὡμολόγησες πρότερον, διὰ νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ νὰ γίνω ὁ ἄθλιος συνεργάτης σου, ἀλλ’ ἔθλιψας τοσοῦτον τὰ σπλάγχνα μου; Οἴμοι τῷ ἀθλίῳ καὶ ἄφρονι! πῶς εἶχον εἰς τὰς χεῖρας μου τὸ ζητούμενον καὶ δὲν τὸ ἠννόησα; τί νὰ πράξω σήμερον; νὰ ἑορτάσω καὶ νὰ εὐφρανθῶ ὅτι σὲ εὗρον, ἢ νὰ θρηνήσω τὸν θάνατόν σου ὑπὸ πατρικῶν σπλάγχνων νικώμενος; Ἀλλ’ ἁμαρτία εἶναι νὰ κλαίῃ τις ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι λυτρώνονται ἀπὸ τὴν λυπηρὰν ζωὴν ταύτην καὶ ὑπάγουσιν εἰς κρείττονα καὶ αἰώνιον. Μακαρία σὺ καὶ ὄντως ἀοίδιμος, ὅτι σοφῶς καὶ τεχνηέντως ἐνίκησας τὰς πανουργίας καὶ τὰς ἐνέδρας τοῦ δαίμονος καὶ ἀπολαύεις τὸν Παράδεισον. Ἡ μὲν φύσις μὲ ἀναγκάζει νὰ κλαίω, ἀλλὰ θρηνοῦντά με χαρὰ διαδέχεται μετατρέπουσα εἰς εὐφροσύνην τὰ δάκρυα, καὶ ἐπιποθῶ νὰ ἀναχωρήσω τοῦ σώματος, νὰ ἔλθω εἰς τὸν Παράδεισον, νὰ ἀγαλλώμεθα πάντοτε, καθὼς ἐλπίζω εἰς τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, νὰ μὲ ἀξιώσῃ διὰ τῶν σῶν εὐχῶν καὶ δεήσεων».