Λοιπὸν προσέχετε καὶ ἔχετε μεγάλην εὐλάβειαν εἰς τοὺς ἱερωμένους καὶ μεταξύ σας τὴν ἀδελφικὴν ἀγάπην, διότι χωρὶς τὴν ἀγάπην δὲν δύναταί τις νὰ ἀξιωθῇ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ καὶ ἄλλα περισσότερα τοὺς εἶπεν ὁ Ὅσιος, οἱ ὁποῖοι πληροφορηθέντες ὅτι ἔλαβον τὴν εὐχὴν τοῦ Ἁγίου καὶ ἀσπασάμενοι τὴν ἁγίαν του δεξιάν, ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν των.
Προσκαλεσάμενος τότε ὁ Ἅγιος πᾶσαν τὴν ἀδελφότητα ἤρξατο λέγων πρὸς αὐτοὺς ταῦτα· «Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὅστις διὰ τὴν ἄφατον αὑτοῦ εὐσπλαγχνίαν ἔχει νὰ ἐλευθερώσῃ σήμερον τὴν ἁμαρτωλήν μου ψυχὴν ἀπὸ τὴν φυλακὴν (ἀπὸ τοῦτον, λέγω, τὸν κόσμον)· καὶ διὰ τοῦτο παρακαλῶ ὑμᾶς νὰ ἐνθυμηθῆτε τὴν ἐντολὴν τοῦ Δεσπότου μας Χριστοῦ, ὅστις λέγει· «Ἄφετε καὶ ἀφεθήσεται ὑμῖν», καὶ νὰ δώσετε εἰς ἐμὲ τὴν συγχώρησιν, ἐάν ποτε σᾶς ἔπταισα. Καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι ἔπταισα ὡς ἄνθρωπος, ὄχι ἅπαξ, ἀλλὰ πολλάκις καὶ λέγω καὶ ἐγὼ εἰς τὴν ἁγιωσύνην σας τὸ «Ὁ Θεὸς συγχωρήσαι ὑμῖν τὰ ὅσα εἰς ἐμὲ ὡς ἄνθρωποι ἐπταίσατε». Προσέχετε, ἀδελφοί, νὰ μὴ παραβαίνετε τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀγαπᾶτε τὴν προσευχήν, διότι εἶναι ὁμιλία ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεόν, νὰ μὴ ἀμελῆτε τοῦ κανόνος σας, νὰ ἔχετε τὴν ἀγάπην μεταξύ σας, νὰ συντρέχητε εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, διότι εἶναι τὸ κλειδὶ τοῦ Παραδείσου, καὶ καθὼς χωρὶς τοῦ κλειδίου εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀνοιχθῇ ἡ θύρα, οὕτω καὶ ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς ἐξομολόγησιν εἶναι ἀδύνατον νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
Προσέχετε καὶ τοῦτο καλῶς, ὅσοι ἔχετε ἱερωσύνην, διότι ὁ λαμβάνων χρήματα καὶ συγχωρῶν ἁμαρτίας εἶναι διάβολος. Ὁμοίως καὶ ὅσοι δίδουν χρήματα διὰ νὰ ἀγοράσωσι τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν των, διότι ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος δὲν ἀγοράζεται μὲ χρήματα, ἀλλὰ δίδεται δωρεὰν εἰς τοὺς εὐλαβεῖς καὶ φοβουμένους τὸν Κύριον, καὶ εἰς ἐκείνους ὅπου ἔρχονται μετὰ πίστεως καὶ φόβου Θεοῦ εἰς τὸ λουτρὸν τῆς ἐξομολογήσεως. Ὅσοι δὲ νομίζουσιν ὅτι ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν ἀγοράζεται μὲ χρήματα, ἄλλην χάριν δὲν θὰ λάβωσι, παρὰ ἐκείνην τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ὁ Σίμων ὁ μάγος, πρὸς τὸν ὁποῖον ὁ μέγας Ἀπόστολος Πέτρος μὲ θυμὸν εἶπε· «Τὸ ἀργύριόν σου εἴη σὺν σοὶ εἰς ἀπώλειαν, ὅτι ἐνόμισας τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ διὰ χρημάτων κτᾶσθαι».