Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ, ὁ κτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς ἐπονομαζομένης Σουρβίας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ὁ δὲ νέος Ἐλισσαῖος κατὰ τὴν χάριν, τοὺς κατηράσθη λέγων· «Νὰ ἔλθῃ μέγας λυσσῶν λύκος εἰς τὴν οἰκίαν σας νὰ σᾶς δαγκάσῃ νὰ ἀποθάνητε», τὸ ὁποῖον καὶ ἔγινε, καθὼς τὸ γνωρίζουν καὶ μέχρι σήμερον πολλοί. Θαῦμα παρόμοιον πρὸς τὸ τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, ὁ ὁποῖος μὴ ὑποφέρων τὴν κατηγορίαν τῶν παιδίων, τὰ ὁποῖα τὸν περιέπαιζον, κατηράσθη αὐτά, καὶ ἐξῆλθον δύο ἄρκτοι καὶ κατεξέσχισαν ἐξ αὐτῶν τεσσαράκοντα δύο, διὰ σωφρονισμὸν τῶν λοιπῶν πατέρων, οἵτινες δὲν διδάσκουν τὰ τέκνα των, νὰ μὴ κατηγοροῦν τοὺς Προφήτας καὶ τοὺς λοιποὺς Ἁγίους. Τὸν ὅμοιον τρόπον μετεχειρίσθη καὶ ὁ θαυμαστὸς Γεράσιμος διὰ σωφρονισμὸν τῶν λοιπῶν ἀτάκτων Κληρικῶν.

Εὑρισκόμενος ἐκεῖ εἰς τὸ Βελεστῖνον ὁ Ὅσιος καὶ ἀγωνιζόμενος εἰς τὸ κελλίον του κατὰ τὴν συνήθειάν του, ἐγνώρισε τὸν θάνατόν του, καὶ θέλων νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Μοναστήριόν του διὰ νὰ δώσῃ τὸ κοινὸν χρέος καὶ νὰ ταφῇ τὸ σῶμά του εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τῆς Ὁμοουσίου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, ἔστειλεν ἓν γράμμα εἰς τὸν Ἡγούμενον τοῦ Μοναστηρίου. Ὁ δὲ Ἡγούμενος εὐθὺς ὡς ἔλαβε τὸ γράμμα τοῦ ἔστειλε τὸν ἡμίονον, ἀνέβη δὲ ὁ Ἅγιος καὶ ἀνεχώρησε κρυφίως· διότι οἱ Βελεστινιῶται δὲν τὸν ἄφηναν νὰ φύγῃ, θέλοντες νὰ τὸν ἔχουν εἰς τὴν χώραν των, διὰ νὰ συγχωρηθῇ τὸ σφάλμα ὅπερ ἔκαμον εἰς αὐτὸν οἱ ἄτακτοι Κληρικοὶ καὶ τὸν ἐκακολόγησαν· ὅμως ἔφυγε κρυφίως ὁ Ἅγιος. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὸ χωρίον ὀνομαζόμενον Ριζόμυλον, ἀντελήφθησαν τὴν ἀναχώρησίν του καὶ ἔσπευσαν πρὸς αὐτόν, ὁ δὲ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Γεράσιμος μὲ τὴν Χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐγνώρισε τὸν ἐρχομόν των, καὶ κατέβη τοῦ ἡμιόνου εὐθύς, καὶ ἔπεσεν εἰς προσευχήν. Ἔγινεν ὅθεν μεγάλη τρικυμία, ἀστραπαὶ καὶ βρονταὶ πολλαί, βροχὴ καὶ χάλαζα τόσον πολλή, ὥστε ἐγύρισαν ὀπίσω ἄπρακτοι· ὁ δὲ Ἅγιος ἔφθασεν εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ μετ᾽ ὀλίγας ἡμέρας ἦλθον ἀπὸ τὸ Βελεστῖνον καὶ ἐζήτησαν συγχώρησιν, διὰ τὴν ἀτιμίαν ὅπου ἔκαμον εἰς αὐτὸν οἱ Κληρικοί των.

Ὁ δὲ Ἅγιος χριστομιμήτως τοὺς ἔδωσε τὴν συγχώρησιν, καὶ τοὺς εἶπε, ὅτι δὲν πρέπει νὰ αὐθαδιάζουν εἰς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἀνθρώπους, διότι ἐπαγγέλλονται ὅτι εἶναι τοῦ Κλήρου, ἀλλὰ πρέπει νὰ δέχωνται τὸν ἔλεγχον τῶν πνευματικῶν καὶ νὰ μὴ κάμνουν ἀταξίαν εἰς τὰ ἐκκλησιαστικά· ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἀτιμία ἀναφέρεται εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις ἐστὶν ὁ Χριστός, καὶ αὐτὸς ὁ Χριστὸς κάμνει καὶ τὴν ἐκδίκησιν, καθὼς τὸ εἴδετε πρὸ ὀλίγου, καὶ διὰ σωφρονισμόν σας ἐπαίδευσε μὲ θάνατον ἐκείνους οἵτινες ὄχι πρὸς ἐμέ, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν Θεὸν ἔπταισαν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς (337-283 π.Χ.), υἱὸς Ἀντιόχου, ὁ ἐπιφανέστερος καὶ γενναιότερος ἐκ τῶν υἱῶν τῶν διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.

[2] Ἐντεῦθεν συμπεραίνεται ὅτι ὁ Ὅσιος οὗτος Γεράσιμος ἤκμασε μετὰ τὸν κατὰ τὸ ἔτος 1550 περίπου ἀκμάσαντα Ὅσιον Διονύσιον τὸν ἐν τῷ Ὀλύμπῳ, περὶ οὗ βλέπε τῇ κγʹ (23ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου ἐν τόμῳ Αʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[3] Διὰ δὲ τὴν ἑορτὴν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπιτελεῖται ἡ θεία αὐτοῦ μνήμη κατὰ τὴν σήμερον.