Εἰς τοιούτους λοιπὸν ἀγῶνας εὑρισκόμενος καὶ τοσοῦτον κοπιάζων καὶ δουλαγωγῶν τὸ σῶμα του, ἐφαίνετο πάντοτε φαιδρότατος. Ἦτο δὲ καὶ εἰς ἄκρον φιλότιμος, μὴ θέλων νὰ μένῃ ὀπίσω ἀπὸ κανένα κατορθωτὴν τῆς ἀρετῆς, οὐδὲ καὶ ἀπὸ τὸν φίλον του τὸν Ἅγιον Εὐθύμιον. Δι’ ὃ καὶ καθ’ ἡμέραν, συλλογιζόμενος τὸ Μαρτύριον ἐκείνου, ἐσπούδαζε νὰ κάμνῃ ὅσα ἤκουεν, ὅτι ἔκαμεν ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, διὰ νὰ ἠμπορέσῃ νὰ σύρῃ καὶ αὐτὸς εἰς ἑαυτὸν τὴν μαρτυρικὴν χάριν ἐκείνου. Καὶ εἰς ὅσα μὲν ὑπερέβαλε τὸν Ἅγιον Εὐθύμιον, δὲν ἤθελε νὰ τὰ μετρᾷ ἀλλ’ ἐταπεινοφρόνει ὁ θαυμάσιος· εἰς ὅσα δὲ ἔμενεν ὀπίσω, ἠγωνίζετο νὰ τὸν φθάσῃ καὶ συνεχῶς παρεκάλει νὰ τὸν ἐνδυναμώσῃ νὰ ἀξιωθῇ καὶ τοῦ Μαρτυρίου, διὰ νὰ μὴ εἶναι μακρὰν ἀπὸ αὐτόν, ὅστις καὶ ἔτι ζῶν προεφήτευσε περὶ αὐτοῦ, ὡς εἴπομεν εἰς τὸν Βίον του, ὅτι μετ’ αὐτὸν θέλει ἔλθει καὶ ἄλλος πρὸς τὸν Πνευματικόν του πατέρα Ἀκάκιον, ὅστις καὶ αὐτὸς μέλλει νὰ μαρτυρήσῃ.
Αὐτὰ λοιπὸν εἰναι τὰ κατορθώματα καὶ αἱ θεοφιλεῖς πράξεις τοῦ Ἁγίου, καὶ ὅσας ἄλλας ἀκόμη ἡμεῖς διὰ τὸ ἀδύνατον τοῦ νοὸς καὶ τῆς ζωῆς ἡμῶν δὲν ἠδυνήθημεν νὰ περιεργασθῶμεν εἰς αὐτὸν καὶ νὰ ἐννοήσωμεν. Δὲν ἐφαίνοντο ὅμως αὐτὰ ἀρεστὰ εἰς τὸν ἐχθρὸν τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς διάβολον. Διὸ καὶ μὲ πάντα τρόπον ἐσπούδαζε νὰ τὸν ἀποκόψῃ καὶ ἐμποδίσῃ ἀπὸ τοῦ θαυμαστοῦ τούτου τρόπου καὶ δρόμου τῆς ἀρετῆς, ἄλλοτε μὲν μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς κοσμικῆς προσπαθείας, ἄλλοτε δὲ μὲ τὴν φιλαυτίαν, ἄλλοτε μὲ τὴν φιλοδοξίαν καὶ ἀνυποταξίαν, καὶ ἄλλοτε πάλιν μὲ τὴν φιληδονίαν, διὰ τῆς ὁποίας τοσοῦτον πόλεμον ἔφερεν εἰς αὐτὸν καθ’ ὅλον τὸ ὕστερον, ὥστε μίαν ἡμέραν ἔπεσε κάτω ὡς ἀπὸ τῆς πολλῆς φλογὸς τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Ἔπειτα δραμὼν εἰς τὸν ἐπιστάτην του Γέροντα Ἀκάκιον καὶ παρηγορηθὲὶς ὑπ’ αὐτοῦ καὶ στηριχθεὶς μὲ λόγους θεοφιλεῖς καὶ παραδείγματα ἁγίων ἀνδρῶν, ὡς ἔπρεπεν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔλαβεν εἰς χεῖράς του τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, κατασπαζόμενος δὲ αὐτὴν παρεκάλει μετὰ δακρύων νὰ τὸν βοηθήσῃ καὶ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τοιούτου πολέμου καὶ τὴν ἐπιβουλὴν τοῦ διαβόλου. Ἦλθε δὲ εἰς αὐτὸν τότε διὰ τῆς Χάριτος τῆς Θεομήτορος εὐωδία τις ἄρρητος καὶ ἀπερίγραπτος, τὴν ὁποίαν δὲν ἠδύντατο νὰ ἐννοήσῃ πόθεν ἤρχετο, ἔκτοτε δὲ ἔλειψεν ἀπ’ αὐτοῦ ὁ θανατηφόρος τῆς ψυχῆς πόλεμος.