Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ τοῦ Χίου, ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωζ’ (1807).

Ἐπέρασε λοιπὸν οὕτω καλῶς καὶ χριστιανικῶς πολιτευόμενος, ὑπηρετῶν τὸν Χριστιανὸν ἐκεῖνον ἔτη πολλά· φθάσας δὲ εἰς τὸ εἰκοστὸν ἔτος τῆς ἡλικίας του, ἐξεθάρρησε πλέον καὶ ἦλθε μέσα εἰς τὴν πόλιν τῶν Κυδωνιῶν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἔμενεν ἐκεῖ ἄφοβα καὶ ἐγνωρίσθη σχεδὸν μὲ ὅλους τοὺς ἐντοπίους καὶ ἐφιλιώθη μὲ πολλούς. Ἔπειτα συνεφιλιώθη καὶ μέ τινα γραῖαν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὡς τροφόν του, βοηθὸν εἰς τὰς ἀνάγκας του. Ὁ πατήρ του ὅμως εἰς τὴν Χίον (μᾶς διηγεῖται ὁ ρηθεὶς Πνευματικὸς τῆς ἐνορίας του) πάντοτε ἔκλαιε καὶ ἀνεστέναζε διὰ τὸ ἄδηλον τέλος τοῦ υἱοῦ καὶ ποτὲ δὲν εἶχεν ἡσυχίαν ὁ λογισμός του· ὅθεν καὶ τῇ συμβουλῇ τοῦ Πνευματικοῦ του πατρὸς μετέβη μίαν φορὰν νὰ τὸν παραλάβῃ μὲ τὸ πλοιάριόν του, καὶ νὰ τὸν βάλῃ εἰς κανὲν ρωσικὸν πλοῖον νὰ μεταβῇ εἰς μέρη χριστιανικὰ διὰ νὰ μὴ διατρέχῃ κίνδυνον· ἀλλὰ δὲν ὑπήκουσεν ὁ υἱός, λέγων, ὅτι ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκετο δὲν εἶχε φόβον, διότι οὐδεὶς ἐγνώριζε τίποτε. Μὲ τὸν καιρὸν ὅμως ἐξεθάρρησε καὶ ἐφανέρωσεν εἰς τὴν γραῖαν ἐκείνην τὴν τροφόν του τὸ ἀπόκρυφον τῆς ἀρνήσεώς του. Ἦλθεν ἔπειτα καιρὸς νὰ νυμφευθῇ μίαν κόρην· ὅθεν οἱ συγγενεῖς της, ἐξετάσαντες τὴν γραῖαν περὶ τῆς καταστάσεως τοῦ νέου, ἔμαθον μετὰ τῶν ἄλλων τὸ μυστικὸν ἐκεῖνο, πλὴν διὰ τὰ ἄλλα καλά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ὁ νέος, δὲν τὸν παρῄτησαν, ἀλλὰ ἔγινεν ὁ ἀρραβὼν καὶ οἱ γάμοι ἡτοιμάζοντο νὰ γίνωσιν.

Ἀλλὰ τί ἀκολουθεῖ ἐν τῷ μεταξὺ τούτῳ; ὁ ἀδελφὸς τῆς ἀρραβωνιαστικῆς του ἐσκανδαλίσθη μαζί του, διότι τοῦ ἐζήτει τὰ δάνεια, τὰ ὁποῖα τοῦ εἶχε δώσει πρότερον. Ὅθεν ἐπῆγεν ὁ ἄθλιος καὶ τὸν ἐπρόδωσεν εἰς τὸν ἀγᾶν τοῦ τόπου, ὅτι εἶναι Τοῦρκος. Τὴν προδοσίαν ταύτην μαθόντες τινὲς φίλοι τοῦ Γεωργίου τοῦ ἔδωσαν τὴν εἴδησιν καὶ τὸν συνεβούλευαν καὶ τὸν ἐπαρακινοῦσαν νὰ φύγῃ τὸ ταχύτερον ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον ἢ κἂν νὰ κρυφθῇ προσωρινῶς, διὰ νὰ μὴ τὸν συλλάβουν, φοβούμενοι τὸ ἄδηλον τῆς ἐκβάσεως· αὐτὸς ὅμως ὁ μακάριος φαίνεται ὅτι εἷχε καὶ πρότερον ἐλέγχουσαν τὴν συνείδησιν διὰ τὸ πταῖσμα τῆς ἀρνήσεως· ὅθεν οὔτε ἔφυγεν, οὔτε ἐκρύφθη, ἀλλ’ ἔμεινεν εἰς τὸ φανερὸν καὶ καμμίαν δειλίαν δὲν ἔδειχνεν. Ἦλθεν ἡ ὥρα καὶ ἐστάλησαν οἱ ὑπηρέται τοῦ κριτοῦ νὰ τὸν φέρουν σιδηροδέσμιον εἰς τὸ κριτήριον· ὁ Γεώργιος βλέπων αὐτοὺς ἐγνώρισεν ὅτι δι’ αὐτὸν ἤρχοντο. Λοιπὸν πρὶν ἐκεῖνοι πλησιάσουν, ὥρμησεν αὐτὸς πρὸς ἐκείνους καὶ παρεδόθη εἰς χεῖράς των· καὶ αὐτοὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸ κριτήριον ὡς κατάδικον.